Δεκαπενταύγουστος – Γράφει η Ελένη Ζώλη

Εκείνο, όμως, που συγκλονίζει, ζωογονεί και ομορφαίνει το χωριό είναι ο Δεκαπενταύγουστος, που δονεί και όλη την Ελλάδα. Παντού γεμάτο από εσωτερικούς μετανάστες, που’ ρχονται να κάνουν ή να συνεχίσουν τις διακοπές τους και να χαρούν αυτήν την μεγάλη γιορτή του καλοκαιριού, πλημμυρίζουν το χωριό. Κλειστά σπίτια ανοίγουν. Κόσμος κυκλοφορεί, αμάξια πάνε κι έρχονται. Τα μαγαζιά γεμάτα. Γιορτάζει η κυρά Δέσποινα, η προστάτις του χωριού και κανείς δεν θα λείψει από την πανηγυρική και ασύγκριτη αυτή εκδήλωση. Οι πικροδάφνες μοσχοβολούν, συμπληρώνοντας την εορταστική ατμόσφαιρα.

Θα αναφέρω κάτι, που το ξεκίνησα στην εφηβεία μου. Επειδή έζησα σε πολλές πατρίδες, περιστασιακές, έβλεπα, που στόλιζαν την εικόνα του εορτάζοντος Αγίου. Έτσι κι εγώ με άλλη παρέα, αποφασίσαμε μια χρονιά, να κάνουμε το ίδιο. Μαζέψαμε λουλούδια απ’ όλο το χωριό, που μας τα έδιναν με πολλή προθυμία και καλοσύνη και στολίσαμε την μεγάλη εικόνα της Κοιμήσεως. Και από τότε κάθε χρόνο την ημέρα της γιορτής Της, έπαιρνα το πανεράκι μου με τη Μηλιά και τις μικρές μου αδελφούλες και πηγαίναμε στην Κάτω Ρούγα, που είχε κήπους αρκετούς, μαζεύαμε διάφορα λουλούδια, κυρίως εκείνα τα ροζ μυρωδάτα τριαντάφυλλα, κατιφέδες (τσετσέκια), βασιλικό ολόδροσο και μυρωδάτο και στολίζαμε πλέον την Αγία εικόνα.

Και το σπουδαίο, όταν πλησίαζαν οι μέρες, δεν έκοβαν λουλούδια και κάθε χρόνο παραμονή μας περίμεναν. Ήταν η δική τους προσφορά στη χάρη Της. Και οι επίτροποι στόλιζαν την πόρτα με σμύρτα και τις ξύλινες σκαλιστές κολώνες των εικόνων. Την άλλη μέρα γινόταν η λειτουργία, που συμμετείχε πολύς κόσμος και περιφορά-λιτάνευση της εικόνας στον κεντρικό δρόμο του χωριού, ως το μαγαζί των Δογαναίων. Μπροστά τα εξαπτέρυγα, οι ψάλτες, ο παπάς ψάλλοντας κατανυκτικά «’εν τη γεννήσει …». Απ’ εκεί επέστρεφαν από τον κάτω δρόμο.

Οι γυναίκες με πίστη και σεβασμό έστρωναν υφαντά κεντητά κιλίμια έξω από τα σπίτια τους, σκέπαζαν μια καρέκλα – την καλύτερη – με το ωραιότερο κοφτό ή κεντημένο τραπεζομάντιλο κι ένα επίσης ίδια επίσημο μαξιλάρι κι εκεί εναποτίθετο η εικόνα, σταματούσε η λιτανεία, ώσπου να μνημονεύσει ο ιερέας τα ονόματα των νοικοκυραίων και των δικών τους. Αυτό γινόταν σε κάθε γειτονιά και συνεχιζόταν, ώσπου φτάναμε στου Διαμαντόπουλου την όμορφη ολάνθιστη  Κωσταντινουπολίτικη ακακία με ροζ σαν κρόσσια ανθάκια. Αυτό έχει βαθιά ζωγραφιστεί μες στο μυαλό μου. Μετά γυρίζαμε με ησυχία και προσοχή για να τελειώσει η λειτουργία να κοινωνήσει ο κόσμος, που νήστευε δεκαπέντε μέρες, άρχιζαν οι χαιρετούρες και οι χαρούμενες ευχές των παρευρισκομένων, ενώ το κερόζωμα της εκκλησίας συνεχιζόταν.

Μέσα στις παιδικές αναμνήσεις μου, μένει ζωντανή κι ανεξίτηλη μία. Γιορτή Δεκαπενταύγουστου στην κατοχή δεν θυμάμαι το έτος. Μα είναι τυπωμένο το γεγονός βαθειά μέσα στη μνήμη μου και θα σβήσει μαζί μου. Ελλάδα – Κατοχή – Δεκαπέντε Αυγούστου.

Στην πλατεία και στου Θόδωρου Δογάνη το δρόμο σταθμευμένα ιταλικά τζέιμς γεμάτα στρατιώτες Ιταλούς. Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών.

Όταν έφτασε η πομπή με τα εξαπτέρυγα την εικόνα και την ακολουθία της, αυτοί σταυροκοπήθηκαν με το γνωστό καθολικό τρόπο και αμέσως έβαλαν μπρος τ’ αυτοκίνητα κι έφυγαν για την Ανδρίτσαινα.

Όλος ο λαός ψιθύρισε: Θαύμα – θαύμα!

Βέβαια το θαύμα δεν κράτησε πολύ, γιατί οι Ιταλοί ξαναγύρισαν άλλη μέρα και δεν έφυγαν παρά, όταν ο πόλεμος τελείωσε και η Ελλάδα και όλος ο κόσμος, που πλήρωσε, άρχισε να μετράει τις πληγές του και να μαζεύει τα κομμάτια του.

Κι ας τελειώσουμε με κάτι ευχάριστο.

Το απόγευμα και την Λαμπρή και τον Δεκαπενταύγουστο στηνόταν χορός στου Γουρνά το αλώνι. Εκεί πήγαιναν οι νέοι να ξεφαντώσουν και οι βεργολυγερές να λικνιστούν στου δημοτικού μας τραγουδιού τους ρυθμούς και οι ηλικιωμένοι έτρεχαν να καμαρώσουν τη χάρη των κοριτσιών και τη λεβεντιά των αγοριών.

Τώρα όμως αποδίδεται στη μέρα αυτή το πανηγύρι του  κλεμμένου «Σεπετώ» και η ηχορύπανση, το νταούλι και οι πενιές, πολλές φορές χυδαίων τραγουδιών, διαγράφουν την παράδοση και πνίγουν την παραδοσιακή κουλτούρα της περιοχής.

Από το βιβλίο της Ελένης Ζώλη «Η Καλιθέα (Ζάχα) της καρδιάς μου»