Εφημερίς εν χρήσει – Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

 Εφημερίς εν χρήσει

Οι εφημερίδες σήμερα βιώνουν την χειρότερη περίοδο της ιστορίας τους. Οφείλεται στην τεχνολογική εξέλιξη και συγκεκριμένα το Διαδίκτυο, που “έδεσε” όλη την υφήλιο και μας έφερε πιο κοντά με όλες τις γωνίες του πλανήτη. Το χαρτί άρχισε να υποχωρεί ηττημένο από την ηλεκτρονική. Ένας άνισος πόλεμος, στηριγμένος στην ταχύτητα και στο κόστος.

Η λέξη «εφημερίς», δηλαδή «της ημέρας»  υπάρχει από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι εφημερίδες τότε ήταν στρατιωτικά ημερολόγια με τα συμβάντα. Οι εφημερίδες γράφονταν κάθε ημέρα και τις έστελναν με τους ταχυδρόμους σε όλες τις στρατιωτικές μονάδες. Από αυτές ενημερωνόταν οι στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γι αυτόν τον λόγο και η πρώτη ελληνική εφημερίδα ονομάστηκε «Εφημερίς» και κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1790 στην Βιέννη από τους αδελφούς Πούλιο και Γεώργιο Μαρκίδων  –  Πούλιου, καταγόμενους από την Σιάτιστα της Δυτικής  Μακεδονίας.

Οι εφημερίδες στην Φλώρινα υπήρχαν τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Διάβαζαν τις αθηναϊκές εφημερίδες και κυρίως το «ΦΩΣ» της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου. Βέβαια το να διαβάζει κανείς εφημερίδα ήταν πολυτέλεια τότε· και μάλιστα ήταν και δυσεύρετες. Ελληνικές εφημερίδες έβρισκαν μόνο στο βιβλιοπωλείο του Λάκη Πύρζα στην Φλώρινα και στα βιβλιοπωλεία του Μοναστηρίου.

Το 1914, κυκλοφόρησε η πρώτη τοπική εφημερίδα «ΝΕΑ ΦΛΩΡΙΝΑ», από τον Μοναστηριώτη Δημήτριο Τσώγκο. Οι τοπικές εφημερίδες πλήθαιναν  την περίοδο του Μεσοπολέμου (1920 – 1940). Δεκάδες τοπικές εφημερίδες κυκλοφόρησαν αυτήν την περίοδο και τα επόμενα χρόνια στη Φλώρινα. Υπερβολικός ο αριθμός τους, που τις κατέγραψε για πρώτη φορά ο Γεώργιος Σημαντήρας.

Σε όλον το 20ο αιώνα οι εφημερίδες, οι τοπικές και  οι άλλες μεγάλες εφημερίδες, είχαν μια ανοδική πορεία. Όλοι τις ήθελαν για να ενημερωθούν, σε μια εποχή που ο αναλφαβητισμός είχε υποχωρήσει αισθητά στην πόλη μας. Τοπικές ειδήσεις, αλλά και νέα από όλη την Ελλάδα και από όλον τον κόσμο διαδίδονταν από τις εφημερίδες και ήταν θέματα για συζήτηση στις παρέες στα καφενεία και στο σπίτι.

Οι τοπικές εφημερίδες μοιράζονταν στους συνδρομητές από κάποιους που αναλάμβαναν με πληρωμή να κάνουν αυτήν την δουλειά. Αντίθετα οι εφημερίδες Θεσσαλονίκης και Αθηνών έρχονταν με το τρένο και αργότερα με ειδικό αυτοκίνητο από την Θεσσαλονίκη. Οι εφημερίδες κατέληγαν στο πρακτορείο του Νικόλαου Βαγουρδή, από όπου τις έπαιρναν τα περίπτερα και οι εφημεριδοπώληδες.  Μεταπολεμικά δυο ήταν οι εφημεριδοπώληδες, που με ένα λουρί από τον ώμο τους στερέωναν καλά τις εφημερίδες και έτρεχαν στα μαγαζιά του κεντρικού δρόμου και της αγοράς πουλώντας εφημερίδες. Ήταν ο Γιάννης Ηλιάδης και ο Ανέστης Ψαρόπουλος. Και οι δυο τους πουλούσαν πολλές εφημερίδες, τότε που όλοι τις περίμεναν με λαχτάρα. Τότε  ήταν η εποχή της εφημερίδας. Τις τοπικές εφημερίδες τις μοίραζε στους συνδρομητές ο Πετράκης Τσούλης, μετέπειτα πολιτευτής, και πολλοί άλλοι ευκαιριακά.

Οι κυριακάτικες εφημερίδες είχαν μεγαλύτερη κυκλοφορία. Αξέχαστα χρόνια τότε που μετά τον εκκλησιασμό οι άνδρες με τα κουστούμια και τις γραβάτες πήγαιναν στο περίπτερο, από όπου έπαιρναν τις εφημερίδες τους. Σειρά είχαν τα καφενεία όπου απολάμβαναν τον καφέ τους διαβάζοντας μια εφημερίδα Θεσσαλονίκης ή Αθηνών. Υπήρχαν παλαιότερα και ειδικά πλαίσια από καλάμι, καλά λουστραρισμένα, όπου περνούσαν μέσα την εφημερίδα και με αυτόν τον τρόπο την διάβαζαν πιο ξεκούραστα. Η συνέχεια της ανάγνωσης γινόταν στο σπίτι μετά το μεσημεριανό κυριακάτικο φαγητό. Ο ύπνος ερχόταν γλυκά από την ανάγνωση και η εφημερίδα έπεφτε από τα χέρια. Κάποιος άλλος της οικογένειας είχε σειρά να διαβάσει την εφημερίδα. Μέχρι τα βράδυ οι περισσότεροι του σπιτιού είχαν διαβάσει όλα τα άρθρα που τους ενδιέφεραν.

Η κυριακάτικη εφημερίδα ήταν για όλους που ήξεραν λίγα γράμματα. Για τους μορφωμένους οι εφημερίδες ήταν στο ημερήσιο πρόγραμμα. Αυτοί αγόραζαν κάθε ημέρα εφημερίδα, για να ενημερώνονται, σε μια εποχή, που μόνο το ραδιόφωνο υπήρχε, και αυτό όχι τόσο διαδεδομένο. Αργότερα βέβαια ήρθε και η τηλεόραση. Ήταν το πρώτο πλήγμα που δέχτηκαν οι εφημερίδες.

Οι εφημερίδες ήταν πολιτικές και αντιπροσώπευαν ένα πολιτικό κόμμα ή μια παράταξη. Στα παλαιότερα χρόνια δουλειά του χωροφύλακα ήταν να παρακολουθεί ποιές εφημερίδες διαβάζει ο κόσμος. Δεξιές ή αριστερές. Τότε πολλοί δίπλωναν την εφημερίδα έτσι που να φαίνεται από την τσέπη του σακακιού. Άλλοι ήταν περήφανοι για τα πολιτικά τους φρονήματα και άλλοι που ήθελαν την ησυχία τους διάβαζαν κεντρώες εφημερίδες, γεγονός που έβαζε σε σκέψεις τους χωροφύλακες. Περασμένες εποχές και να μην ξανάρθουν. Βέβαια υπήρχαν και οι αθλητικές εφημερίδες με μεγάλη κυκλοφορία κάθε Δευτέρα. Οι εφημερίδες αυτές ήταν αθώες και δεν έμπαιναν στον κόπο να τις ελέγξουν, αφού οι ποδοσφαιρικές ομάδες ήταν ομάδες και όχι πολιτικά κόμματα.

Οι παλιοί αρθρογράφοι έλεγαν πάντα «Η Εφημερίδα γεννιέται από την Ημέρα και κατασπαράζεται από την Νύχτα». Πράγματι, την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες ήταν “μπαγιάτικες”.  Τα νέα είχαν παλιώσει. Η ημέρα είχε γεννήσει μια νέα εφημερίδα με φρέσκες ειδήσεις. Τότε όμως δεν πετούσαν στα σκουπίδια τις εφημερίδες, καθώς αυτές είχαν αξία και σαν χαρτί. Τις παλιές εφημερίδες τις πουλούσαν με το κιλό  στα μπακάλικα και τις χρησιμοποιούσαν σαν χαρτί περιτυλίγματος. Ακόμη και τα πρακτορείο του Νικόλαου Βαγουρδή, έστελνε πίσω μόνο τα κομμάτια με τον αριθμό φύλλου και την  ημερομηνία των απούλητων εφημερίδων. Τις εφημερίδες τις πουλούσε με το κιλό και τις προτιμούσαν όλοι οι καταστηματάρχες επειδή οι εφημερίδες αυτές ήταν καθαρές και  αχρησιμοποίητες.

Οι παλιές εφημερίδες ήταν το χαρτί περιτυλίγματος πολλών καταστημάτων. Οι μπακάληδες, οι μανάβηδες, οι τσαγκάρηδες κλπ όλοι χρησιμοποιούσαν εφημερίδες για να τυλίξουν  κάποια τρόφιμα ή παπούτσια και οτιδήποτε άλλο. Οι μικροπωλητές έφτιαχναν χωνάκια για τα άσπρα και μαύρα σπόρια και τα φιστίκια. Οι βαφείς – χρωματοπώληδες ήταν όμως αυτοί που είχαν αναπτύξει μια τεχνική στο τύλιγμα της σκόνης του χρώματος σε ένα κομμάτι εφημερίδας. Το δέσιμο ήταν τόσο στερεό που το χρώμα έφτανε άθικτο στα χωριά. Ένα δέσιμο της εφημερίδας, χωρίς σπάγκους, αλλά μόνο με το δίπλωμα του χαρτιού πολλές φορές και με τέχνη.  Επίσης με εφημερίδες έψηναν τις καπνιστές ρέγκες οι παρέες στα  τσιπουράδικα των μπακάλικων και πανδοχείων, αλλά και οι εργάτες και οι οικοδόμοι στους χώρους εργασίας τους.

Οι φτωχοί ηλικιωμένοι που κρύωναν πολύ τον χειμώνα, φορούσαν τις εφημερίδες ανάμεσα από την φανέλα και το πουκάμισο. Πράγματι, η εφημερίδα ζεσταίνει πολύ το σώμα, καθώς είναι  αντιανεμική. Αλλά και την κεραμίδα που ζέσταιναν στον φούρνο, την τύλιγαν με μια εφημερίδα πριν την ακουμπήσουν στο σώμα. Η κεραμίδα τότε ήταν η θερμοφόρα της εποχής εκείνης. Με εφημερίδες γέμιζαν και τα παπούτσια για να μην χαλάσει το στυλ τους, όταν ήταν τέλος εποχής. Ακόμη και τα τζάμια καθαρίζονταν με βρεγμένη εφημερίδα και λαμποκοπούσαν.  Επίσης άναβαν την σόμπα με εφημερίδες, όταν ήθελαν φλόγα. Αλλά και στο αποχωρητήριο οι εφημερίδες είχαν την θέση τους πριν την εμφάνιση του χαρτιού υγείας. Με εφημερίδες έφτιαχναν τα παιδιά μικρούς χαρταετούς, που τους ονόμαζαν αλετάτσκες.

Υπάρχουν και μερικές φράσεις, όπως «αυτός είναι εφημερίδα» για κάποιον που γνωρίζει πολλά νέα και κουτσομπολιά. Επίσης η φράση «αυτός σχίζει βρεγμένες εφημερίδες» για ένα παιδί που δεν έχει σωματική δύναμη.  Επίσης την ίδια φράση χρησιμοποιούσαν οι μαθητές του γυμνασίου στις εξετάσεις. Οι καλοί μαθητές έλεγαν  «έσκισα» και αυτοί που δεν έγραφαν καλά έλεγαν «έσκισα βρεγμένες εφημερίδες». Είναι φράσεις που ξεχάστηκαν με το πέρασμα του χρόνου.

Πολλές οι χρήσεις της εφημερίδας κάποτε. Τώρα όμως μας αποχαιρετάει, επειδή η τεχνολογία έφερε επαναστατικές μεθόδους στην πληροφόρηση, αλλά και σε όλους τους άλλους τομείς της καθημερινότητας.

 

Δημήτρης Μεκάσης