ΖΩΔΟΧΟΣ ΠΗΓΗ ΣΚΟΠΙΑΣ

ΖΩΔΟΧΟΣ ΠΗΓΗ ΣΚΟΠΙΑΣ

Σε μια περιοχή ερημική της Κωνσταντινούπολης το 450 μ.Χ.  υπήρχε ένας τυφλός ζητιάνος. Κι επειδή δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει, ζητούσε απελπισμένα νερό. Τον άκουσε ένας στρατιώτης, που περνούσε ονόματι Λέων κι έσπευσε στο κοντινό δάσος να του φέρει νερό. Μια φωνή ακούστηκε τότε:       -Βασιλιά Λέων, δίπλα σου είναι η πηγή, δεν τη βλέπεις; Δεν είναι ανάγκη να ψάξεις. Δώσε νερό να ξεδιψάσει ο άνθρωπος και άλειψέ του και τα μάτια. Εκτέλεσε ο Λέων την – προτροπή – εντολή και ο άνθρωπος ανάβλεψε, θεραπεύτηκε και ξεδίψασε.

Ξαφνικά, όμως φωτίστηκε και ο Λέων και κατάλαβε, από πού ερχόταν η φωνή. Ανακάλυψε, πως ήταν η φωνή της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής.

Όντως μετά από κάποιο διάστημα ο Λέων έγινε βασιλιάς, ως Λέων ο Θράξ και έχτισε ναό προς τιμήν Της και δεξαμενή ρέοντος ζωογόνου ύδατος. Οι Τούρκοι αργότερα πυρπόλησαν το ναό κι έκαναν τέμενος στο Σουλτάνο Βαγιαζήτ. Οι Βυζαντινοί έφτιαξαν δίπλα στη δεξαμενή παρεκκλήσι κι αργότερα περικαλή ναό στη Ζωοδόχο Πηγή. Έγινε αγίασμα Ιαματικό και είθε το ζωηφόρο Πνευματικό της ύδωρ να καθαγιάζει, να φωτίζει και να δροσίζει τον κόσμο, που διψά και πιστεύει στο θαύμα.

Η περιοχή είχε καλογήρους, ονομάσθηκε Μπαλουκλί, από το «μπαλούκ», που σημαίνει ψάρι στα τούρκικα. Από αυτό το νερό, θεραπεύτηκαν αυτοκράτορες, αυτοκράτειρες, αρχιερείς, ο Ρωμανός και ο λαός, που με πίστη και προσδοκία ζητούσε ίαση.

Το 1453, όταν έπεσε η Πόλη, ένας στρατιώτης ειδοποίησε κάποιον Καλόγηρο, που τηγάνιζε ψάρια, πως συνέβη αυτή «η συντέλεια του κόσμου».

Αυτός, μην πιστεύοντας του λέει: Αν τούτα τα ψάρια, που τηγανίζω ζωντανέψουν, τότε θα πιστέψω. Ευθύς τα ψάρια μισοτηγανισμένα ζωντάνεψαν κι έπεσαν μες στη δεξαμενή. Υπάρχει και σήμερα η δεξαμενή και έχει μέσα επτά ψάρια «μισοτηγανισμένα», πιο σκούρα από τη μια μεριά.

Πέρα από το θρύλο και την Παράδοση η Παναγία σα Ζωοδόχος Πηγή εξακολουθεί να ζωογονεί, να ενδυναμώνει και να φωτίζει τους Χριστιανούς.

Η μνήμη του γεγονότος γιορτάζεται την Παρασκευή της Διακαινησίμου σε πολλά μέρη της Πατρίδας μας.

Στην περιοχή μας γιορτάζεται η εικόνα Της μ’ επισημότητα και κατάνυξη στη Σκοπιά, όπου υπάρχει και η Εικόνα της, που φημολογείται , ότι την έφεραν μαζί τους οι κυνηγημένοι από τις αλύτρωτες πατρίδες.

Είχε οργανωθεί κι επικρατούσε, ως πριν λίγα χρόνια μεγάλο πανηγύρι και από την πόλη και τα γύρω χωριά συγκεντρώνονταν πολύς κόσμος, να τιμήσουν τη μνήμη του γεγονότος, να χαρούν την ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα στο χωριό. Όλη η Φλώρινα παρέες, οικογένειες, γνωστοί και φίλοι με πολλή ευχαρίστηση και πίστη περπατούσαν για τη Σκοπιά. Πεζοί, μεσ’ στα μύρα της άνοιξης, τις ομορφιές, τα χρώματα και τις γλυκές λαλιές των αηδονιών και των άλλων φτερωτών ψαλμωδών των θάμνων και του δάσους.

Βάδιζαν χαρούμενοι με τα φαγητά και τα στρωσίδια τους και όταν έφταναν, έπιαναν θέσεις στα λοφάκια του χωριού, γύρω απ’ την εκκλησία, έστρωναν τα περίτεχνα υφαντά κιλίμια και τα χράμια τους στο δροσερό χορτάρι, άφηναν τα πράγματα τους – τότε δεν έκλεβαν – κι έσπευδαν στο ναό της Παναγίας να προσκυνήσουν μ’ ευλάβεια, ν’ ανάψουν κεράκι και να κάνουν μια μεγάλη ευχή για υγεία και ευτυχία.

Όλο το χωριό ζωντάνευε εκείνη την ημέρα. Φίλοι, γνωστοί,  επισκέψεις, καλωσορίσματα και χρόνια πολλά. Φιλέματα, από καφέ, ποτό, γλυκά, έως και φαγητό προσέφεραν.

Από την προηγούμενη ημέρα είχαν καθαρίσει σπίτια, αυλές, δρόμους και με χαρές και καρδιές ανοιχτές περίμεναν τους επισκέπτες της επομένης. Όταν τελείωνε η λειτουργία και σχολούσε η εκκλησία, γέμιζαν τα ξέφωτα, τα λιβαδάκια, οι λοφίσκοι κι οι πλαγιές προσκυνητές, που σκόρπιζαν στα στέκια, που ‘χαν διαλέξει και ρίχνονταν με πολλή βουλιμία κι από την κούραση της πορείας στο φαγοπότι. Χαρές, ευχές, φωνές. Όταν βέβαια βοηθούσε και ο καιρός, που ποιος ξέρει, πόσες φορές ξυπνούσαμε ξημερώματα, να επιβεβαιώσουμε την συμμαχία του.

Πολλές φωτογραφίες έχουμε με αγαπημένους συγγενείς, γείτονες και φίλους. Κι εγώ δύο χρονιές παρευρέθηκα με την οικογένειά μου τη Σουρετέικη, όλη την παλιά γειτονιά και έχω μια παράξενη θύμηση κρατήσει.

Στην πλατεία του χωριού είχε ένα φιλέ βόλεϋ. Ο ξάδερφός μου είχε πάρει μπάλα μαζί του και κατεβήκαμε να παίξουμε, μαζί με ένα συμφοιτητή μου. Εκεί, που παίζαμε ενθουσιασμένοι και μαχητικοί με κοτσίλησε ένα χελιδονάκι! «Γούρι – γούρι»! μου είπαν «Θα παντρευτείς εδώ»! Εγώ χαμογέλασα και το απώθησα. Βρισκόμουν στο 2ο  έτος της Π.Α.Φ. Μετά, όταν επιβεβαιώθηκε το γεγονός, ανακάλεσα τη σύμπτωση ή την τύχη στη μνήμη μου.

Αρκετοί μαζεύονταν και μέσα στο προαύλιο της Αγίας Παρασκευίτσας, κάτω από την ιστορική και βαθύσκια υπεραιωνόβια βελανιδιά απολαμβάνοντας την ξεκούραση στην επιφάνεια της γης και το φιλόξενο κι ορεκτικό τραπέζι κατάχαμα. Πανηγύρι αιώνων καταργήθηκε από τον Μακαριστό Πατέρα Αυγουστίνο. Όταν λειτούργησε η αστική συγκοινωνία, τα λεωφορεία κάθε μια ώρα πήγαιναν κι έρχονταν κουβαλώντας ευσεβείς προσκυνητές και λάτρεις της φύσης, της ποικιλίας και της γιορτής.

Πεισματικά δεν το επανάφεραν,  δίνοντας την ευκαιρία στους αδρανείς Σκοπιώτες –, που θα ‘πρεπε να φέρουν τον κόσμο ανάποδα – να παρασυρθούν από «καλοπροαίρετο», αμφιλεγόμενο και αμφισβητούμενο εθνικά συμβουλάτορα ομογενή, εκ Τορόντο και εθέσπισαν από μόνοι τους το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία. Τέτοια πανηγύρια είναι αρκετά στην περιοχή και στην Ελλάδα. Της Ζωοδόχου Πηγής και στη Σκοπιά ΕΝΑ με ιστορία και παράδοση υπήρχε. Ο Σεβασμιότατος επέδειξε «σιωπηράν ανοχήν» και το επέβαλαν για να συνεορτάζουν με τ’ «αδέρφια» τους, που σπεύδουν τότε στην Ελλάδα από τα εξωτερικά και με τους, εκεί «φίλους» της Ελλάδας… Η Σκοπιά εκείνη την ημέρα βάζει τα καλά της, στολίζεται περίσσεια με τις πασχαλιές της, τους νάρκισσους, τις κουφοξυλιές με τις λευκές δαντελένιες ροζέτες τους κι όλα τα οπωροφόρα, ενώ το περιστοιχισμένο με άπειρα υδροχαρή δέντρα και φυτά ποτάμι της τραγουδεί, μαζί με τα ζωάκια στις όχθες του και πουλάκια στα κλαδιά τους ψέλνοντας τον πιο αρμονικό αναστάσιμο ύμνο στην ημέρα, στον ήλιο, στη γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής, στους επισκέπτες και τις Αρχές, που την τιμούν με την παρουσία τους. Κέρασμα – καλωσόρισμα; τα σύμβολα της Λαμπρής : τσουρέκι και κόκκινο αυγό, τσουγκρίσματα και Χριστός Ανέστη!

Δεν γνωρίζω, αν υπάρχει προσκλητήριο για χορό στην πλατεία, τ’ απόγευμα όπως γινότανε παλιά.

Χριστός Ανέστη! ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΛΑ!

 

Ελένη Ζώλη