Η διασκέδαση στην δυτική άκρη της Φλώρινας (Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης)

Η διασκέδαση στην δυτική άκρη της Φλώρινας

Τα Καβάκια και το ομώνυμο εξοχικό καφενείο στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Βρισκόταν κοντά στην πλατεία Ηρώων, από την άλλη μεριά του ποταμού, όπου σήμερα η βρύση.  

Η πλατεία Ηρώων στα χρόνια της τουρκοκρατίας ονομαζόταν «Αϊβάν Μεϊντάνι» και εκεί συγκέντρωναν οι Τούρκοι τα πρόβατα και τις κατσίκες κάθε πρωί, από όπου οι βοσκοί τα παραλάμβαναν και τα πήγαιναν στις πλαγιές του βουνού για βοσκή. Το απόγευμα οι βοσκοί έφερναν πίσω τα ζώα,  και οι νοικοκύρηδες τα παραλάμβαναν από την πλατεία. Η πλατεία Ηρώων τότε δεν ήταν πλατεία. Ήταν ένα χορταριασμένο μέρος με πολλά ρυάκια και αρκετά δένδρα. Δεν είχε τίποτε το αξιόλογο.

Αλλά και δυτικά της πλατείας Ηρώων η κίνηση ήταν περιορισμένη, καθώς μόνο το τούρκικο καφενείο υπήρχε στα Καβάκια και ένα τούρκικο καφενείο όπου σήμερα η ταβέρνα «Ευκλείδης».

Η δυτική άκρη της Φλώρινας άλλαξε κυρίως μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Βέβαια οι πρώτοι χριστιανοί που κατοίκησαν ανάμεσα στους Τούρκους ήταν Αλωνιώτες και Τριβουνιώτες και μερικοί από άλλα χωριά της Φλώρινας. Και όταν ήρθαν οι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, την ανατολική Θράκη και τον Πόντο, οι γειτονιές της δυτικής άκρης  έγιναν προσιτές σε όλους. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν δύσκολο να περάσει χριστιανός από τους τουρκο-μαχαλάδες, χωρίς να πετροβοληθεί από τα τουρκάκια. Μετά το 1923, οι κάτοικοι του κέντρου της Φλώρινας άρχισαν να επισκέπτονται αυτές τις γειτονιές.

Τα Καβάκια, που ήταν δίπλα στο ποτάμι,  άρχισαν πάλι να λειτουργούν. Το τούρκικο αυτό καφενείο ήταν στα ανταλλάξιμα και το πήρε ο Μπάμπης Γιαννόπουλος, πρόσφυγας από το Μοναστήρι. Ο Μπάμπης το διαμόρφωσε κατάλληλα και λειτούργησε σαν εξοχικό καφενείο, που σέρβιρε καφέδες, αλλά και μεζέδες, τσίπουρο  και ούζο. Αυτό το εξοχικό άνοιξε τον δρόμο, ώστε οι δυτικές γειτονιές να έχουν κίνηση και να τις επισκέπτονται οι κάτοικοι του κέντρου. Στην πλημμύρα, του 1929, το κτήριο καταστράφηκε από τα ορμητικά νερά του ποταμού. Ο Μπάμπης δεν ξαναέφτιαξε το εξοχικό, αλλά προτίμησε να ανοίξει ουζερί στο «Εθνικό» στην κεντρική πλατεία.  Το εξοχικό στα Καβάκια επισκευάστηκε αργότερα  και λειτούργησε,  από τους αδελφούς Βασίλειο και  Σωτήρη  Βαρελά. Στην δεκαετία του 1950, τα Καβάκια ήταν το εξοχικό των ερωτευμένων, όπου τα ζευγαράκια των αρραβωνιασμένων  χάνονταν στις πυκνές σειρές των δένδρων.

Το 1927, άνοιξε το μπακάλικο και εξοχικό του Αριστείδη Καραγκιόζη, που έδωσε ζωή στην γειτονιά που είναι πιο δυτικά από τα Καβάκια. Αλλά και το καφενείο και εξοχικό του Δημήτριου Πέιου ζωντάνεψε τη γειτονιά, που βρισκόταν στο ίδιο ύψος με τον Καραγκιόζη, όμως από την άλλη μεριά του ποταμού, όπου σήμερα η ταβέρνα «Ευκλείδης». Αργότερα το εξοχικό του Καραγκιόζη λειτούργησε από τον Φώτη Σαββάκη και μετέπειτα από τον Γιώργο Ελευθεράκη με την επωνυμία «Η Κληματαριά».  Η ταβέρνα του Ελευθεράκη έφερνε ορχήστρες το Σαββατοκύριακο και λειτουργούσε, ως χορευτικό κέντρο.

Κοντά στο κτήριο του Καραγκιόζη, όπου σήμερα οι πολυκατοικίες ήταν ένα κτίσμα, όπου στεγαζόταν το καφενείο του Γεωργίου Νάνου. Αργότερα το καφενείο πέρασε, την περίοδο 1946 -53, στους Νικόλαο, Σταύρο και Γεώργιο Πέιο. Το καφενείο αυτό έγινε εξοχικό όταν το 1953, το ανέλαβε ο Αρίστος Μπαρουξής και ονομάστηκε «Ο Παράδεισος». Το εξοχικό του Αρίστου ήταν εξαιρετικό και είχε μεγάλη δισκοθήκη με διάφορα  τραγούδια  που παίζονταν στο γραμμόφωνο. Αργότερα, το 1955,  το εξοχικό «Ο Παράδεισος»  λειτούργησε από τον Δημήτριο Μήσιο και τέλος από τον Ηλία Τελαλίδη και τον Γεώργιο Ελευθεράκη.  Αργότερα, το 1963 περίπου,  στο ίδιο μέρος,  λειτούργησε η ταβέρνα και χορευτικό κέντρο «Το Ραντεβού» του Γιώργου Ελευθεράκη. Το μαγαζί είχε ορχήστρα και τραγουδίστριες (ντιζέζ) που τραγουδούσαν λαϊκά τραγούδια και άλλα.  Πιο κάτω, προς το ποτάμι λειτούργησε μόνο μερικούς μήνες του 1939, το ρεμπέτικο κουτούκι «Νεράιδα» από τον Σκνίπα.  Επίσης κοντά στου Καραγκιόζη, βλέποντας το κτήριο από την αριστερή μεριά, λειτούργησε το ουζερί του Λάζαρου, του Συμεών και του Ηλία Ζιώγα. Το κτήριο υπάρχει και σήμερα, ακατοίκητο και ερειπωμένο.

Η  προέκταση του Κεντρικού δρόμου ή ο Μεγάλος δρόμος όπως έλεγαν παλιότερα φέρει το όνομα οδός Ηπείρου μέχρι την πλατεία Ηρώων και Κοντοπούλου μέχρι τον  Άγιο Νικόλαο. Σε αυτόν το δρόμο ήταν το μπακάλικο – τσιπουράδικο  και ταβέρνα του Γεωργίου Κύρτσου. Στο εργατικό κέντρο, που εγκαινιάστηκε το 1971, στο ισόγειο μαγαζί στεγάστηκε το ουζερί του Αλέκου Γουναρά και απέναντι ήταν το μπακάλικο – τσιπουράδικο του ιδίου.  Στην πλατεία Ηρώων ήταν το μπακάλικο – τσιπουράδικο του   Ιωάννη Γιουρούκη, το μπακάλικο τσιπουράδικο του Χρήστου Πούρη και το μπακάλικο – τσιπουράδικο του Δημητρού Πουγαρίδη.  Κάποτε ήταν  και το ταβερνάκι του Χαράλαμπου Τορώνη, που το 1943, τον κρέμασαν οι Γερμανοί στην Κλαδοράχη.   Στην αυλή του 5ου δημοτικού σχολείου ήταν το καφενείο του  Αλέκου Χάσου, το 1950 περίπου. Και όταν αυτός μετανάστευσε στην Αμερική, στο κτίσμα αυτό κατοίκησε, ο φιλόσοφος της Φλώρινας, Ηλίας Δάντης, με την άδεια του ιδιοκτήτη Παντελή Χάσου.

Πιο πάνω επί της οδού Κοντοπούλου ήταν  το τσιπουράδικο – μπακάλικο του Βάλα, που έψηνε και κεμπάπια, όπου τραγουδούσε ο λαϊκός συνθέτης Γιάννης Παπαϊωάννου, το 1940, που υπηρετούσε, ως στρατιώτης, στη Φλώρινα, λίγο πριν την κήρυξη του πολέμου. Στην άλλη γωνία ήταν η οικογενειακή ταβέρνα του Χρήστου Δέρλη, που λειτούργησε, το 1979, για μικρό χρονικό διάστημα, επειδή ο Χρήστος μετανάστευσε στον Καναδά. Ο πατέρας του Ηλίας Δέρλης διατηρούσε τσιπουράδικο στην αυλή του ίδιου κτηρίου.  Απέναντι είναι  η ταβέρνα του Ευκλείδη, από το 1957.  Ήταν και ένα εξοχικό πιο πάνω που ονομαζόταν «Η πάνω Βουλιαγμένη» με πίστα για χορό και λειτούργησε το 1950 περίπου για μικρό χρονικό διάστημα από τον Αριστοκλή (Κλάκη) Χατζηπολυχρονίου και τον Πέτρο Καραμπατάκη. Έκλεισε όταν αυτοί μετανάστευσαν. Ο πρώτος στην Αυστραλία και ο δεύτερος   μετανάστευσε στον Καναδά.

Το 1967, μέσα στο αγρόκτημα της Γεωργικής Σχολής Φλωρίνης, χτίστηκε δίπλα στην πισίνα ένα εξοχικό αναψυκτήριο, που ονομάστηκε «Βασιλεύς Φλωρίς» και νοικιάστηκε από τον Μιχάλη Δημητρίου. Την περίοδο 1969 – 73 λειτούργησε υπό την διεύθυνση του Δημήτρη Δημητρίου. Τότε το αναψυκτήριο πήρε την ανεπίσημη επωνυμία «Μπουάτ», επειδή στις  διακοπές εκεί συγκεντρώνονταν οι Φλωρινιώτες φοιτητές με τις κιθάρες και τραγουδούσαν τραγούδια του Νέου Κύματος.  Την περίοδο 1973-79 λειτούργησε από τον Γεώργιο Κύρτσο και τον Βασίλειο Δέρλη, ως εξοχικό και ταβέρνα. Μερικά γλέντια γάμων έγιναν στην αυλή του.  Εκεί κοντά, επί της οδού Κοντοπούλου,  ήταν και η ταβέρνα ο «Γαβρίλος» του Γεωργίου  Κάλφα, που άνοιξε το 1987  και έκλεισε το 2005. Στα Καυκάσικα ήταν η ταβέρνα «Τα Μπακαλιαράκια», του Γεωργίου Πετανίδη, την περίοδο 1983 έως 1997.

Ήταν μια μικρή περιήγηση στις δυτικές γειτονιές της Φλώρινας, από τα χρόνια της τουρκοκρατίας και μετά. Η ανταλλαγή των πληθυσμών έφερε νέο κόσμο σε αυτές τις γειτονιές. Τα εξοχικά που λειτούργησαν ήταν για ήσυχους νεαρούς που τραγουδούσαν παλιά αστικά ελληνικά τραγούδια και χόρευαν ευρωπαϊκούς χορούς. Η δεύτερη περίοδος, που άρχισε με την έναρξη του εμφυλίου πολέμου ήταν μια πολυτάραχη περίοδος. Οι στρατιώτες γλεντούσαν και μεθούσαν.  Πετούσαν τις χλαίνες τους και πάλευαν για τα όμορφα μάτια κάποιου κοριτσιού.  Ξύλο και φασαρίες, μέχρι που ερχόταν η ΕΣΑ (Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία) και περιμάζευε τους μεθυσμένους φαντάρους. Και στην δεκαετία του 1950, γίνονταν τα ίδια και χειρότερα. Φασαρίες, μαχαιρώματα και ξυλοδαρμοί από νεαρούς. Στις γειτονιές αυτές γλεντούσαν οι μάγκες της Φλώρινας. Γι αυτόν το λόγο δεν πατούσε πόδι χωροφύλακα σε αυτές τις γειτονιές μετά την δύση του ηλίου. Αργότερα όμως όλα τα κέντρα έκλεισαν και οι γειτονιές  ησύχασαν.

Τα τελευταία χρόνια στην οδό Αβέρωφ υπάρχει η ταβέρνα «Τα καρχαριάκια» του Ιωάννη Πούσκα, που στην αρχή ονομαζόταν «Του χοντρού» και ήταν του Νικόλαου Τραγιανόπουλου. Πιο πάνω είναι η ταβέρνα «Οι Δερβίσηδες» του Αντώνη Αντωνίου, από το 2000.  Τέλος η ταβέρνα «Καραγκιόζης» του Βαγγέλη Μίχτη.  Οι δυτικές γειτονιές τώρα πια είναι ήσυχες γειτονιές. Στις παραπάνω ταβέρνες συχνάζουν νέοι που γλεντούν ήσυχα και πολιτισμένα, και τα Σαββατόβραδα χορεύουν και τραγουδούν με λαϊκές ορχήστρες.

 

Δημήτρης Μεκάσης