Κυριακή στο βουνό – Γράφει ο Δημήτριος Μεκάσης

Οι παλιοί Φλωρινιώτες ήταν φυσιολάτρες. Τους άρεζε να κάνουν περιπάτους στους δυο λόφους της Φλώρινας και να απολαμβάνουν το μαγευτικό τοπίο. Πάντα όμως περίμεναν τον ερχομό της άνοιξης για το ξεκίνημα. Το καλοκαίρι αναζητούσαν την δροσιά του, και το φθινόπωρο απολάμβαναν τα χρώματα του δάσους.

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας υπήρχε ανασφάλεια, έτσι οι εκδρομές και οι περίπατοι ήταν περιορισμένοι, μεταξύ αγίου Γεωργίου και του εξωκλησιού του αγίου Παντελεήμονος. Με άλλα λόγια κινιόταν στους πρόποδες του βουνού, που ήταν κοντά στα σπίτια τους. Μετά το 1920 όμως, σχηματίστηκαν οι πρώτες ορειβατικές παρέες, που περπάτησαν όλα τα βουνά του νομού, κοιμήθηκαν σε αυτά και μετέφεραν όλα όσα είδαν και γνώρισαν στους κατοίκους της πόλης. Τα βουνά πια δεν ήταν άγνωστα. Έτσι δόθηκε το σύνθημα «προς την φύση» και δεν ήταν λίγοι αυτοί που διάβαιναν τα όρη κάθε Κυριακή. Και άξιζε το κόπο, αφού η περιοχή μας έχει πανέμορφα βουνά, ρεματιές και κορυφές, και ο ορειβάτης αποζημιώνεται από την ομορφιά του τοπίου.

Οι πρώτοι ορειβάτες ήταν αυτοί που άρχισαν να περιποιούνται τα μονοπάτια, έτσι ώστε όλοι οι φυσιολάτρες που ήθελαν να κάνουν περίπατο ή εκδρομή να περπατάν άνετα και να ευχαριστιούνται την διαδρομή. Μάλιστα πολλοί φίλοι του βουνού πήραν τα φτυάρια και τους κασμάδες και με εθελοντική εργασία έσκαψαν το μονοπάτι που οδηγεί στις Τρεις Πηγές (Ιτς – Μπουνάρ). Αυτήν την πλαγιά προτιμούσαν οι παλιοί Φλωρινιώτες και την περιποιήθηκαν ιδιαιτέρως. Άλλοι πήγαιναν μέχρι το εκκλησάκι του αγίου Παντελεήμονος, όπου καθόταν κοντά στην βρύση και απολάμβαναν το λιτό φαγητό τους, που τον είχαν τυλιγμένο σε μια πετσέτα. Άλλοι συνέχιζαν και πήγαιναν στα Ένδεκα Δένδρα, όπου πιο κάτω υπήρχε η βρύση του Κυνηγού. Για θέα πήγαιναν στον Βράχο, όπου σήμερα είναι το ΦΟΟΦ και αγνάντευαν την Φλώρινα με τις ώρες, χωρίς να την χορταίνουν, επειδή δεν υπήρχαν πολυκατοικίες και όλοι δρόμοι και τα σπίτια και οι αυλές φαινόταν από το βουνό.

Οι πραγματικοί φίλοι του βουνού και του τσίπουρου πήγαιναν στο Ίτς-Μπουνάρ, όπου το νερό της βρύσης ήταν γευστικό και παγωμένο. Με λίγο φαγητό στο μπογολάκι και ένα μικρό μπουκάλι τσίπουρο ξεκινούσαν νωρίς το πρωί. Ο δρόμος ήταν δύσκολος μέχρι τον Βράχο. Στη συνέχεια το μονοπάτι δεν ήταν πολύ ανηφορικό, καθώς αυτό πήγαινε παράλληλα με τις κορυφές. Η διαδρομή ήταν θαυμάσια, μέσα από το δάσος, όπου τα δένδρα σχημάτιζαν γαλαρίες και κρατούσαν δροσιά το καλοκαίρι. Μετά το 1950, η βρύση του Ιτς-Μπουνάρ και όλος ο χώρος ανακαινίστηκαν, και μετά το 1963 τα παγκάκια της πλατείας μεταφέρθηκαν εκεί. Το Ιτς-Μπουνάρ έγινε στέκι καλοκαιρινό, όπου πολλοί άνδρες περνούσαν εκεί την ώρα τους το πρωί της Κυριακής. Στην γούρνα της βρύσης κρύωναν τα τσίπουρα. Τα κεφτεδάκια, οι κονσέρβες και τα λαχανικά απλωμένα στα πιατάκια δίπλα τους στα παγκάκια. Μεζέ, τσίπουρο και κρύο νερό. Συζητήσεις και αστεία, στην δροσιά κάτω από τα δένδρα. Εκεί ήταν και Τζων Γκλεν με μια γκαζιέρα και έφτιαχνε ελληνικούς καφέδες σε όσους ήθελαν να απολαύσουν τον καφέ τους με νερό από την βρύση του βουνού. Βασικός παράγοντας και συντονιστής στο Ιτς-Μπουνάρ ήταν ο φυσιολάτρης και οικολόγος, ζωγράφος και επιγραφοποιός, Ηλίας Βυζάντης. Αυτός ήταν η ψυχή του βουνού, που περιποιόταν εθελοντικά τα μονοπάτια και έβαζε ταμπελίτσες για να γνωρίζουν οι νέοι φυσιολάτρες τις ονομασίες των τοποθεσιών. Είχε γεμίσει όλο το βουνό με λαμαρινένια ταμπελάκια σε σχήμα βέλους, καρφωμένα στα δένδρα, χωρίς να χαλάν την αισθητική του τοπίου, και προσανατόλιζαν τον επισκέπτη, καθώς σε αυτά αναγραφόταν που οδηγούσε το μονοπάτι. Τα ταμπελάκια του Βυζάντη ήταν περισσότερα από τις πινακίδες της τροχαίας στην πόλη σήμερα. Ο Ηλίας Βυζάντης, στην δεκαετία του 1960 ανακάλυψε μια πηγή, μισή ώρα μακριά από το Ιτς-Μπουνάρ, την οποία περιποιήθηκε, έχτισε βρύση και άνοιξε μονοπάτι. Την τοποθεσία αυτή την ονόμασε Ερημιούλα.

Οι διαδρομές των ορειβατών της Κυριακής ήταν μέχρι το Ιτς-Μπουνάρ και την Ερημιούλα και επέστρεφαν από τον ίδιο δρόμο ή από τις κορυφές Γυφτοπούλα και Κούλα (όπου ο Σταυρός σήμερα) και κατέβαιναν στα Ένδεκα Δένδρα, που μετά ονομάστηκαν Ένδεκα Πεύκα, επειδή εκεί ο Βυζάντης φύτεψε πεύκα. Άλλοι, που ήθελαν να περπατήσουν περισσότερο, πήγαιναν στην Καλογερίτσα και από εκεί στις κορυφές, και περπατώντας έφταναν στο Ιτς-Μπουνάρ. Έτρωγαν κοντά στην βρύση και επέστρεφαν το απόγευμα από το μονοπάτι.

Στο άλλο βουνό, στο 1033, η πορεία ήταν δυσκολότερη, καθώς από εκεί μπορούσε κανείς να πάει σε πολλές τοποθεσίες και κορυφές. Και εδώ ο Βυζάντης είχε μεριμνήσει και είχε τοποθετήσει πινακίδες παντού, σε όλα τα μονοπάτια, καθώς και πινακίδες με φυσιολατρικά συνθήματα. Πολλοί ορειβάτες αυτού του βουνού ξεκινούσαν το απόγευμα του Σαββάτου και διανυκτέρευαν στον Άγιο Μάρκο. Άλλοι πήγαιναν πιο μακριά και διανυκτέρευαν στο καταφύγιο του Οροπεδίου, όπου έβραζαν φασόλια και έπιναν κρασί και τσίπουρο την νύχτα κοντά στο αναμμένο τζάκι. Η βρύση του Οροπεδίου είχε κρύο νερό και γευστικό. Πέρα από την βρύση άρχιζε μια απότομη ανηφόρα, που έβγαινε στην κορυφή Τάιμα, πάνω από το σημερινό Νέο Χωριό. Στο ύψος του αγίου Νικολάου και ψηλά στο βουνό υπάρχουν τα Βράχια, και όσοι πήγαιναν εκεί απολάμβαναν την θέα και φωτογραφίζονταν με φόντο τα βράχια.

Αρκετοί ήταν και αυτοί που πήγαιναν σε αυτό το βουνό την Κυριακή το πρωί και επέστρεφαν το απόγευμα. Ήταν κυρίως μαθητές, που ακολουθούσαν τον κουρέα Βασίλη Αγγελίδη. Η ομάδα του Βασίλη έκαμνε μεγάλες πορείες. Μέχρι την Τάιμα έφταναν, έτρωγαν, ξεκουραζόταν λίγο και μετά άρχιζαν την πορεία της επιστροφής. Οι μαθητές μετά το μεσημέρι έφταναν στα σπίτια τους. Ο Βάσος, εθελοντής και αυτός, ορειβάτης και φυσιολάτρης, περιποιόταν τα μονοπάτια, τα καταφύγια και τα εκκλησάκια, προσφέροντας έτσι με τον δικό του τρόπο, ώστε τα βουνά και ο άνθρωπος να βρίσκονται σε αρμονία.

Όταν όμως οι περισσότεροι απέκτησαν αυτοκίνητο δεν περπατούσαν πια. Το σύνθημα «προς την φύση» χάθηκε και πήγαιναν μόνο όπου πήγαινε το αυτοκίνητο, και μάλιστα σε ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Έτσι το βουνό ξεχάστηκε. Δεν συμπεριλαμβάνεται πια στις εξόδους των Φλωρινιωτών. Υπάρχουν βέβαια ορειβατικοί και φυσιολατρικοί σύλλογοι, όμως μόνο για λίγους. Οι περίπατοι στο βουνό δεν γίνονται μαζικά όπως παλιά.

Δημήτρης Μεκάσης