Οι ομάδες πίεσης και η εκπαιδευτική πολιτική: το ζήτημα της βάσης του 10 και το πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

Σ. Ηλιάδου-Τάχου, Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

Είναι σήμερα δεδομένο από τις δηλώσεις της Υπουργού παιδείας Νίκης Κεραμέως ότι  εξετάζεται η επαναφορά του βαθμολογικού ορίου του 10 ήδη από τις πανελλαδικές εξετάσεις του επόμενου Μαΐου. Χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του Γ. Μαυρογορδάτου   που προσδιορίζονται στο πόνημά του με τίτλο «ομάδες πίεσης και δημοκρατία». (Μαυρογορδάτος Γ, 2001), θα επιχειρήσουμε μια ιστορική διαδρομή στο ζήτημα της βάσης του 10, ζήτημα το οποίο προξένησε από το 2006 μέχρι σήμερα πολλές αντιδράσεις, διαφωνίες και αντιπαραθέσεις μεταξύ των «ομάδων πίεσης», δηλαδή του Υπουργείου, των Καθηγητών ΑΕΙ και ΤΕΙ, αλλά και των «ομάδων ενδιαφέροντος» που δημιουργήθηκαν στο πεδίο των τοπικών κοινωνιών. Η εξίσωση που πρέπει να λύσουμε είναι επομένως πολυπαραγοντική, αφού περιλαμβάνει τους εκπονητές της εκπαιδευτικής πολιτικής και  τους αποδέκτες της. Οι τελευταίοι όμως, στο πλαίσιο του «κοινωνικού κορπορατισμού» κατηγοριοποιούνται με κριτήριο και σημείο αναφοράς την δυνατότητα πρόσβασής τους στην διαμόρφωση  της εκπαιδευτικής πολιτικής. Επομένως ως τέτοιοι μπορούν να προσδιοριστούν το συνδικαλιστικό όργανο των Καθηγητών ΑΕΙ (ΠΟΣΔΕΠ), το αντίστοιχο των Καθηγητών των ΤΕΙ, οι τοπικές κοινωνίες με τους πολιτικούς τους, τους δημοσιογράφους-εκφραστές της τοπικής κοινής γνώμης, τις ομάδες των μαθητών-υποψηφίων φοιτητών κλπ. Γιατί στο πλαίσιο του μοντέλου της  «πλουραλιστικής εκπαιδευτικής πολιτικής»   όλες οι «ομάδες πίεσης» έχουν τον δικό τους ρόλο.

Στην πραγματικότητα, η  ιστορία της βάσης του 10 ξεκίνησε το 2006, όταν η τ. Υπουργός  Παιδείας Μαριέττα Γιαννάκου  θέσπισε το συγκεκριμένο βαθμολογικό όριο  ως προϋπόθεση  για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.  Η εφαρμογή  του μέτρου αυτού την τριετία 2006-2009 είχε ως άμεση  συνέπεια την δημιουργία 68.000 κενών θέσεων στα  περιφερειακά ΤΕΙ, αφού σταθερά κάθε χρόνο το 35% των υποψηφίων δεν περνούσε τη  βάση. Οι διδάσκοντες σε ΑΕΙ-ΤΕΙ από την άλλη συγκρότησαν δύο αντιπαρατιθέμενες «ομάδες πίεσης»: Μέρος των διδασκόντων στα πανεπιστήμια ή στα ΤΕΙ, επικρότησαν το μέτρο, με το επιχείρημα ότι η ύπαρξη της βάσης δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για βελτίωση της ποιότητας των φοιτητών.  Αντίθετα, στις κοινωνίες των επαρχιακών πόλεων, με τμήματα ΤΕΙ,  στις οποίες η διασφάλιση όρων φοιτητικής μετανάστευσης αποτελούσε προϋπόθεση οικονομικής επιβίωσης, η ύπαρξη του μέτρου αποτέλεσε αιτία εμφύλιας σύρραξης με το Υπουργείο, το οποίο εκπόνησε την συγκεκριμένη  εκπαιδευτική πολιτική.

Η βάση του 10 καταργήθηκε το 2010 από την τ. Υπουργό  Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου,  μαζί με την κατάργηση του νόμου Γιαννάκου, δηλαδή του 3549/07. Η κατάργηση έγινε αφού είχε διασφαλιστεί  η συνηγορία του συνόλου του εκπαιδευτικού συνδικαλιστικού κινήματος. Ειδικότερα από τις «ομάδες πίεσης», η  ΟΛΜΕ ήταν εκείνη που τάχθηκε κατά του μέτρου ήδη από την πρώτη ημέρα της εφαρμογής του, ενώ η ΓΣΕΕ, ως «ομάδα πίεσης» πρότεινε το 2010, στην «επιτροπή Μπαμπινιώτη», την άμεση κατάργηση του μέτρου της βάσης του 10,  με το επιχείρημα ότι κάθε χρόνο έμεναν κενές θέσεις σε περιφερειακά τμήματα των ΤΕΙ, τα οποία κινδύνευαν να κλείσουν. Επομένως, μια και η κατάργηση της βάσης του 10 αποσκοπούσε στην διάσωση των περιφερειακών πανεπιστημιακών τμημάτων και των ΤΕΙ, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στην περίπτωση της Άννας Διαμαντοπούλου επικράτησαν οι «ομάδες πίεσης»  και καθόρισαν την εκπαιδευτική πολιτική αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα.

Το αίτημα της επαναφοράς της βάσης του 10 τέθηκε εκ νέου το 2012 από τον τ. Υπουργό Παιδείας Κ. Αρβανιτόπουλο, με κύριο επιχείρημα ότι οι πανελλαδικές εξετάσεις απέδειξαν ότι σε 100 τμήματα, από τα οποία τα 83 αφορούσαν σε ΤΕΙ της περιφέρειας,  υπήρχαν επιτυχόντες που δεν είχαν αξιολογηθεί με την βάση του 10. Στην περίπτωση αυτή η κεντρική εξουσία, υιοθετώντας ένα συγκεντρωτικό μοντέλο εκπαιδευτικής πολιτικής, είχε καταστήσει το ζήτημα της βάσης του 10 μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής περιορισμού και επανακαθορισμού του ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας, όπως απέδειξε η εφαρμογή του περίφημου «σχεδίου Αθηνά».

Σήμερα, εν έτει 2019, όπως ήδη αναφέρθηκε η νυν Υπουργός παιδείας δηλώνει ότι σκοπεύει να επαναφέρει την βάση του 10. Η πρόθεσή της ενισχύεται από τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων σύμφωνα με τα οποία επαναλαμβάνεται το φαινόμενο εισαγωγής με βαθμολογία κάτω από την βάση, χιλιάδων φοιτητών ειδικά στα τμήματα που δημιουργήθηκαν με συγχώνευση των ΑΕΙ-ΤΕΙ, σύμφωνα με τον  νόμο 4610/2019.

Απομένει λοιπόν να εξετάσουμε τα κύρια επιχειρήματα των «ομάδων πίεσης» οι οποίες επιζητούν να παρέμβουν, συναινώντας ή αποδοκιμάζοντας το μέτρο αυτό. Πριν όμως,  οφείλουμε να  κατηγοριοποιήσουμε τα επιχειρήματα των «ομάδων πίεσης», αναφερόμενοι σε επιχειρήματα που απορρέουν από σοσιαλιστικές προσεγγίσεις του κοινωνικού φαινομένου  από τη μια και σε  επιχειρήματα που απορρέουν από νεοφιλελεύθερες ερμηνείες της κοινωνίας, από την άλλη

Τα επιχειρήματα της πρώτης κατηγορίας  εστιάζουν στον ταξικό χαρακτήρα μιας επιλεκτικής εκπαιδευτικής διαδικασίας, χαρακτηρίζουν την αξιολόγηση ταξικά προσδιορισμένη, αφού  εμποδίζει την πρόσβαση στα μορφωτικά αγαθά των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η πρόκριση του βαθμολογικού ορίου του 10 θα έχει καταλυτικές συνέπειες για  τους  αδύναμους  κοινωνικά ή  για περιοχές με χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Ως άμεση συνέπεια   θεωρούν τον αποκλεισμό των οικονομικά ασθενέστερων ομάδων από την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Τα  επιχειρήματα της δεύτερης κατηγορίας εδράζονται στην υποστήριξη της φιλελεύθερης οικονομίας, η οποία προϋποθέτει την πρόκριση των αξιότερων. Για την φιλελεύθερη οπτική, η εκπαίδευση αντιμετωπίζεται ως ο σημαντικότερος μηχανισμός αναπαραγωγής της κοινωνίας και επομένως  η βελτίωση της εκπαίδευσης οδηγεί και στην πρόοδο της κοινωνίας και στην ανόρθωση της οικονομίας και το αντίστροφο. Τέλος, σύμφωνα με τις νεότερες προσεγγίσεις η κοινωνία εκλαμβάνεται ως σύζευξη συμφερόντων που εκφράζονται μέσα από την αντιπαράθεση των «ομάδων πίεσης».

Θα μπορούσαμε τέλος να θεωρήσουμε ως πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης εκπαιδευτικής πολιτικής  τα τμήματα των περιφερειακών ΑΕΙ. Στην περίπτωση αυτή η χρησιμοποίηση του πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας ως παραδείγματος μελέτης είναι κατά την γνώμη μας ενδεικτική των προβλημάτων που θα προκύψουν εξαιτίας της εφαρμογής του μέτρου της βάσης του 10. Γιατί η  Δυτική Μακεδονία, είναι η περιοχή με τον μεγαλύτερο δείκτη ανεργίας σε όλη την χώρα. Οι τοπικές κοινωνίες των νομών της Δυτικής Μακεδονίας αναζητούν μηχανισμούς επιβίωσης σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο σκηνικό: η βίαιη από-λιγνιτοποίηση της περιοχής αναμένεται να μεγιστοποιήσει το πρόβλημα της ανεργίας και να οξύνει το ζήτημα του ήδη υφιστάμενου χαμηλού βιοτικού επιπέδου της περιοχής. Από την άλλη, η  συνένωση των ΑΕΙ-ΤΕΙ στην περιοχή, με την ταχύτητα που έγινε, έχει δημιουργήσει ήδη πολλά και σημαντικά προβλήματα, άμεση συνέπεια των οποίων είναι να μην θεωρούνται τα τμήματα αυτά «υψηλής ζήτησης». Η ανάπτυξη του πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας προϋποθέτει χρόνο και συλλογική προσπάθεια. Κατά συνέπεια η εφαρμογή της βάσης του 10  στα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας, οφείλει να συνυπολογίσει παράγοντες, όπως οι τοπικές ιδιαιτερότητες και οι διαφαινόμενες επιπτώσεις της πολιτικής αυτής, στο μείζον ζήτημα της οικονομικής επιβίωσης, καθώς και της πνευματικής  ανέλιξης των περιοχών εκείνων που έχουν εξαιρετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο.

Ίσως η καθιέρωση άλλων δεικτών ποιότητας στην διαδικασία των εξετάσεων πανελλαδικής εμβέλειας για την εισαγωγή στα ΑΕΙ, δεικτών ανάλογων με εκείνους που καθορίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή προκρίθηκαν από τον ΟΟΣΑ, να αποτελεί μια γόνιμη διέξοδο από τα σημερινά αδιέξοδα. Και επομένως η φωνή των «ομάδων πίεσης» στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη.