Οι οροφύλακες της αυτοκρατορίας

Ο όρος Βλάχοι αποτελεί ετεροπροσδιορισμό. ΄Ετσι ορίζονται από τρίτους όσοι αυτόχθονες ΄Ελληνες, προ πάντων ορεσίβιοι, λατινοφώνησαν στην προφορική αποκλειστικά λαλιά επειδή υπηρέτησαν ως στρατιώτες και αξιωματούχοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ελλάδα και στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής.

Ανέκαθεν εμείς οι αποκαλούμενοι Βλάχοι αυτοπροσδιοριζόμαστε ως Αρμάνοι, δηλαδή Ρωμαίοι πολίτες της καθ’ ημάς Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η οποία τους τελευταίους αιώνες της επονομάζονταν και Ρωμανία. Αρειμάνιος στην ελληνική σημαίνει αγέρωχος πολεμιστής.

Η επωνυμία Ρωμαίος ήταν πολιτικός τίτλος τιμής: δικαίωμα ισονομίας και ίσης συμμετοχής στην εξουσία. Ουδέποτε, επί χίλια εξακόσια χρόνια, προσδιόριζε εθνική καταγωγή. Γι’αυτό, όλα τα επόμενα 1.200 χρόνια όλοι οι Έλληνες, ισότιμοι πολίτες της Ρωμαϊκής και, έπειτα, της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι και ήσαν υπερήφανοι γι΄αυτό. Ακόμη μέχρι σήμερα όλοι ανεξαιρέτως οι ΄Ελληνες αυτοπροσδιοριζόμαστε, επίσης, ως Ρωμιοί, ορίζουμε το Γένος μας ως Ρωμιοσύνη και καμαρώνουμε όλοι ότι ανήκουμε στο Βασιλικόν Γένος των Ρωμαίων.

Τι είναι οι Βλάχοι και από πού προήλθαν; Το διπλό ερώτημα τίθεται συνεχώς τα τελευταία χίλια χρόνια και λαμβάνει ποικίλες απαντήσεις, αντιτιθέμενες μεταξύ τους. Σύμφωνα με τις κυριότερες εκδοχές, οι Βλάχοι είναι χωριστά κατά περίπτωση Δάκες ή Θράκες ή Ιλλυριοί ή Κέλτες ή απόγονοι αρχαίων Ρωμαίων ή λατινοφωνήσαντες αυτόχθονες κατά τόπον πληθυσμοί. Από τα μέσα του 19ου αιώνα η πολιτική σκοπιμότητα προσέθεσε άλλες τρεις απαντήσεις, εξ ίσου διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους: οι Βλάχοι είναι Ρουμάνοι, όχι είναι Ιταλοί, όχι είναι ΄Εθνος Βλάχων! Οι οκτώ από τις εννέα παραπάνω απαντήσεις δεν στηρίζονται στις ιστορικές πηγές ούτε εξηγούν αυταπόδεικτα γεγονότα όπως τα ακόλουθα:

  1. Γλώσσα, παρόμοια με τα βλάχικα, αναγνωρισμένη επίσημα μάλιστα στην Ελβετία, ομιλούν και γράφουν μέχρι σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες ορεσίβιοι Ελβετοί.
  2. ΄Ολοι οι Βλάχοι κατανοούν πολύ περισσότερο την ελβετική ραιτορωμανική, την πορτογαλική, την ισπανική και την ιταλική παρά την ρουμανική.
  3. Οι Γερμανοί και εν συνεχεία οι Σλάβοι ονόμαζαν Βλάχους όλους τους λατινόφωνους Λαούς ανεξάρτητα από την εθνική καταγωγή καθενός Λαού.
  4. Wloshy, δηλαδή Βλαχία, ονομάζει μέχρι σήμερα την Ιταλία η Πολωνία.
  5. Οι Βλάχοι της πατρώας μας Αυτοκρατορίας και, αργότερα, του χώρου της ουδέποτε έγραψαν στην προφορική τους γλώσσα. ΄Εγραψαν μόνον στην ελληνική. Βλάχοι ήσαν από τον 17ο ήδη αιώνα οι περισσότεροι Μεγάλοι Διδάσκαλοι του Γένους και τα έργα τους είναι ο πυρήνας της νεότερης Ελληνικής Γραμματείας. Εξελλήνιζαν. Δεν εξελληνίσθηκαν.
  6. Βλάχοι στην Ελλάδα ήσαν οι περισσότεροι και μεγαλύτεροι Εθνικοί Ευεργέτες και Αρματολοί, καθώς επίσης ξακουστοί ήρωες της Εθνεγερσίας, Πρωθυπουργοί και εκατοντάδες άλλες εξέχουσες προσωπικότητες της ελληνικής Ιστορίας.

΄Ολες αυτές οι κατηγορηματικές αλλά μεταξύ τους αντιφατικές θεωρίες περί Βλάχων συνθέτουν έναν πολύπλοκο Λαβύρινθο. Για να εξέλθεις λοιπόν στο φως της ημέρας, χρειάζεσαι τον μίτο της Αριάδνης. Τον μίτο ξετυλίγουν σε χρόνο ανύποπτο οι εγκυρότεροι αυτόπτες μάρτυρες της Ιστορίας, που αυταποδείκτως δεν υπηρετούσαν καμμιά σκοπιμότητα ούτε τους έλειπε η βαθειά παιδεία. ΄Ολοι αυτοί μαρτυρούν επί μακρούς αιώνες διαδοχικά, από πηγή σε πηγή κι από εποχή σε εποχή, ότι από τον 1ο μετά Χριστόν αιώνα οι γηγενείς πληθυσμοί στον ευρύτερο ελληνικό χώρο λατινοφώνησαν λόγω της ρωμαϊκής κυριαρχίας. ΄Ολοι μάλιστα οι ιστορικοί μαρτυρούν στον καιρό τους, ότι οι γηγενείς ελληνικοί πληθυσμοί χρησιμοποιούσαν την λατινική στην προφορική μονάχα τους λαλιά: φθέγγεσθαι, λόγω Ρωμαίων χρώνται, εκφωνείσθαι ρήμασι ρωμαϊκοίς κ.α.

Πρώτος αδιαμφιβήτητος μάρτυρας είναι ο Πλούταρχος (50-120 μ.Χ.) στα βιβλία του Βίοι Παράλληλοι[1]. Μετά 43 χρόνια, ο Ρωμαίος ιστορικός Δίων Κάσσιος (163-235 μ.Χ.) αναφέρει στα «Ρωμαϊκά» του[2] ότι ο Αυτοκράτωρ Αντωνίνος ο Ευσεβής, από το 138 έως το 161 μ.Χ., συγκρότησε επί τόπου τρεις Λεγεώνες από γηγενείς Μακεδόνες, Ηπειρώτες και Αιτωλούς: την 5η,7η, και 6η. Στα βλάχικα η 5η ονομάζεται «τσίντσι» και, γι’ αυτό, οι Σέρβοι ονόμασαν «Τσίντσαρ» τους Βλάχους. Κάθε Λεγεώνα αποτελούσαν 16.000 άνδρες βαρειά οπλισμένοι που υπηρετούσαν επί 25 συνεχή χρόνια ακολουθούμενοι στο στρατόπεδο, ακόμη και στις εκστρατείες, από τις οικογένειές τους. Αυτοί όλοι, ένας συνολικός πληθυσμός 50.000 περίπου ενόπλων και επί πλέον αμάχων συγγενών τους, λατινοφώνησαν, φυσικά, και συνέχισαν να υπηρετούν ένοπλοι την Αυτοκρατορία τα επόμενα χίλια τριακόσια χρόνια.

Το 212 μ.Χ., μετά την συγκρότηση των παραπάνω Λεγεώνων με αυτόχθονες ΄Ελληνες, ο Αυτοκράτωρ Καρακάλλας απένειμε σ΄όλους τους υπηκόους του το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη ανυψώνοντάς τους στην έως τότε απρόσιτη τάξη της έννομης ισοτιμίας και ισοπολιτείας.

Τον 5ο μ.Χ. αιώνα ο ιστορικός Πρίσκος στο έργο του Historiae greci minores γράφει ότι όλοι οι αιχμάλωτοι του Αττίλα, που ο ίδιος επισκέφθηκε, μιλούσαν λατινικά επειδή, όπως γράφει, στα Βαλκάνια, όλος ο πληθυσμός είχε λατινοφωνήσει και μόνον στις ακτές μιλούσαν ελληνικά.[3]

Μερικές δεακετίες αργότερα, στο έργο του Περί των αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας ο ιστορικός Ιωάννης Λυδός, σύγχρονος του Αυτοκράτορος Ιουστινιανού, γράφει:[4]

Νόμος ην αρχαίος πάντα μεν τα οπωσούν πραττόμενα παρά τοις Επάρχοις (…) τοις των Ιταλών εκφωνείσθαι ρήμασι (…) τα δε περί την Ευρώπην πραττόμενα πάντα διεφύλαξεν εξ ανάγκης δια το της αυτής οικήτορας, καίπερ ΄Ελληνας εκ του πλείονος όντας, τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή και μάλιστα τους δημοσιεύοντας.

Δηλαδή «υπήρχε αρχαίος νόμος να εκφωνούνται λατινικά όσα έπρατταν οι ΄Επαρχοι (..) και η ανάγκη διεφύλαξε τον νόμο να μιλούν λατινικά όσοι έπρατταν στα Βαλκάνια, και μάλιστα οι δημόσιοι αξιωματούχοι, παρ’ όλο που στην πλειοψηφία τους ήσαν ΄Ελληνες».

Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, περιγράφοντας την εκστρατεία κατά των Αβάρων στη Θράκη το 579-582, σημειώνει αποκαλυπτικά ότι η λατινική λαλιά ήταν η «πατρώα φωνή» των πολεμιστών. Το ίδιο επαναλαμβάνει ο Θεοφάνης:[5]

Ο σύγχρονος του Ιουστινιανού -και περίπου του Θεοφάνη- ιστορικός Προκόπιος στο έργο του Περί κτισμάτων το 553-555 καταγράφει βλάχικα τοπωνύμια με ελληνική γραφή: Σαπτεκάζας είναι Επτά Σπίτια, Λουποφοντάνα Λυκόβρυση, Μπουργκουάλτου Ψηλό Κάστρο, Γκεμελλομούντες δίδυμα βουνά.

Παρά τη συνεχή μαζική παρουσία και δράση τους οι λατινόφωνοι αυτοί πολεμιστές αναφέρονται πολύ αργότερα με το όνομα Βλάχοι. Μήπως δεν υπήρχαν έως τότε; Μήπως κατήλθαν από τον Δούναβη; Η απάντηση είναι απλή: οι λατινόφωνοι αρειμάνιοι προϋπήρχαν ανέκαθεν και συνεχώς μνημονεύονται επί αιώνες. Αλλά όχι με το όνομα Βλάχοι γιατί απλώς το όνομα Βλάχος δεν υπήρχε ως τότε. Το όνομα ήλθε και τους βρήκε. Πώς;

Οι Γερμανοί επονόμαζαν αρχικά Volcae, δηλαδή Λαούς -της Λατινικής- όλους τους λατινόφωνους, που μετά τους είπαν Welsch. Aπ’αυτό προήλθαν οι ονομασίες Βαλλόνοι και Ουαλλοί. Διερχόμενοι τα γερμανικά εδάφη οι Σλάβοι πήραν αυτό το όνομα και το έφεραν παρεφθαρμένο στα Βαλκάνια όπου βρήκαν τους αυτόχθονες λατινόφωνους και τους ονόμασαν Wlaschi, Βλάχους. Γι’αυτό «ξαφνικά» εμφανίσθηκαν από το πουθενά Βλάχοι -απλώς τότε εμφανίσθηκε πρώτη φορά το όνομα Βλάχος και αυτό το δάνειο από τους Σλάβους χρησιμοποίησαν αργότερα οι ελληνόφωνοι πλέον Ρωμαίοι.

Οι Βλάχοι συνέχισαν, φυσικά, να υπηρετούν την Αυτοκρατορία. ΄Ησαν επίλεκτοι ορεσίβιοι πολεμιστές, εγκατεστημένοι με τα αναρίθμητα κοπάδια τους στα βουνά, και φύλαγαν μέχρι τέλους τις κλεισούρες και τις βασιλικές οδούς. Γι’αυτό και αναφέρονται ως Βλάχοι Οδίται. Η πρώτη αναφορά γίνεται στον καιρό του Βουλγαροκτόνου, τέλη του 10ου αιώνα, και την σημειώνει ο Γεώργιος Κεδρηνός που μνημονεύει ότι:[6]

΄Αρχειν αυτών (Βουλγάρων) προχειρίζονται τέσσαρες αδελφοί, Δαβίδ, Μωυσής, Ααρών και Σαμουήλ…Δαβίδ δε αναιρεθείς μέσου Καστορίας και Πρέσπας εις τας λεγομένας Καλάς Δρυς παρά τινων Βλάχων Οδιτών.

Αργότερα μνημονεύει τους Βλάχους η Άννα η Κομνηνή (1083-1148) στο τεράστιο βιβλίο της Αλεξιάς, όπου διηγείται ότι τους Κομάνους οδήγησαν οι Βλάχοι γιατί γνώριζαν τις κλεισούρες και τις φύλαγαν αλλά αποστάτησαν επειδή, παρά τις συμφωνίες, ο πατέρας της Αυτοκράτωρ Αλέξιος τους είχε φορολογήσει βαρειά.

Μετά το 1204 έχουν γίνει τόσο ισχυροί ώστε εκείνη την εποχή η Θεσσαλία ονομάζεται Μεγάλη Βλαχία και η Αιτωλοακαρνανία Μικρή Βλαχία η οποία, με σημαντικά διαλείμματα, διατηρήθηκε μέχρι και τον 15ο αιώνα οπότε την πήραν οι Οθωμανοί και την μετέφρασαν στα τούρκικα Κιουτσούκ Ουλάχ. ΄Ετσι βγήκε στα ελληνικά το προσωνύμιο Κουτσόβλαχοι.

Διατηρώντας ανέκαθεν ευρεία αυτονομία στα πλαίσια της Αυτοκρατορίας οι Βλάχοι επαναστατούσαν όταν η αυτοκρατορική εξουσία γίνονταν πολύ συγκεντρωτική ή τους επέβαλε φόρους βαρύτερους από τους συμφωνημένους. Εναντίον τους εξεστράτευσε στη Θεσσαλία τον 11ο αιώνα ο Ιωάννης Κεκαυμένος, Αρμένιος στρατηγός. Συνετρίβη, όμως, και τότε έβγαλε όλο το άχτι του εναντίον τους. Στο έργο του Στρατηγικόν χαρακτηρίζει τους Βλάχους άπιστον και πονηρόν γένος αναφέροντας ότι ήσαν βάρβαροι που τάχα ήλθαν από τον Δούναβη. Αλλά είναι έγκυρη πηγή ο ταπεινωμένος στρατηγός; Ο μελετητής του Ούγγρος ιστορικός Λ.Ταμάς υπογράμμισε το 1936:[7]

«Το να θελήσεις να ξεκαθαρίσεις μια πηγή ιστορικών πληροφοριών υπό τα γραφόμενα του Κεκαυμένου είναι σαν να επιχειρείς το αδύνατον»

Εκατό χρόνια μετά τον Κεκαυμένο, το 1159, ο ραβίνος Βενιαμίν ο εκ Τουδέλας βρίσκει πιο δυναμωμένους αλλά εξίσου άπιστους, δηλαδή ανυπότακτους, τους Βλάχους μέχρι έξω από τη Λαμία – τότε Ζητούνι – που επισκέπτεται και περιγράφει:[8] Εδώ βρίσκονται τα σύνορα της Βλαχίας που οι κάτοικοί της ονομάζονται Βλάχοι. Μήτε εις Θεόν μήτε εις Βασιλέα πιστεύουν. Είναι αλαφροί και γρήγοροι σαν ζαρκάδια και κατεβαίνουν από τα βουνά τους στους ελληνικούς κάμπους και τους ληστεύουν. Κανείς δεν ριψοκινδυνεύει πόλεμο μαζί τους ούτε μπορεί να τους υποτάξει. Η διαδρομή τους είναι συναρπαστική κάθε εποχή και η παρουσία τους στην Ιστορία του Γένους συνεχής. Την μοναδικότητα και αξεπέραστη ανδρεία τους διασώζει ευλαβικά και αυθεντικά η συλλογική μνήμη του Γένους στα δημώδη τραγούδια του Ακριτικού Κύκλου, όταν ακόμη η πατρώα Αυτοκρατορία ήταν ακμαία και ο Λαός τους ξεχώριζε: Ώσε να στρώσει ο Κωνσταντής κι Αλέξης να σελώσει, ευρέθη το Βλαχόπουλο στον μαύρο καβαλάρης. Στο έμπα μπήκε σαν αϊτός. Στο ξέβγα σαν πετρίτης.Στο έμπα χίλιους έκοψε. Στο ξέβγα δυo χιλιάδες. Και στο καλό το γύρισμα κανέναν δεν αφήνει. Υπερασπίσθηκαν την Αυτοκρατορία μέχρι τέλους. Πριν ακόμη στεφθεί Τελευταίος Αυτοκράτωρ, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εξορμά από τον Μυστρά καταλαμβάνει τη Θήβα, παίρνει τη Βοιωτία και αναμετριέται με τους Οθωμανούς στη Θεσσαλία. Στο πλευρό του πολεμούν οι Βλάχοι. Ο W. Miller γράφει:[9] «Και τότε χύμηξαν στον κάμπο στο πλευρό του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου οι Αρειμάνιοι Βλάχοι της Πίνδου».

N.I.Mέρτζος

[1]. Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, VIII, 8

[2]. Δίωνος Κασσίου LXXVIII, 7, 1, σελ 380

[3]. Priscus, Historiae greci minores, v. I, Lipsiae 1870, σελ.190

[4]. Ιωάννης Λυδός, Περί των αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας, έκδοση Βόννης 1837, τόμος ΙΙ, σελ.68

[5]. Θεοφάνης, έκδοση Βόννης, Ι, σελ. 397

[6]. Κεδρηνού, Σύνοψις ιστοριών αρχομένη από της αναιρέσεως Νικηφόρου Βασιλέως, έκδοση Iohannes Thurn, Βερολίνο, 1973, Β. 435, 11, 78, σελ. 329

[7]. Αχιλλεύς Λαζάρου, Βαλκάνια και Βλάχοι, Αθήνα 1996, σελ. 118

[8]. Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, Αθήνα 1972, σελ. 223 επ.

[9]. W.Miller, H Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, Αθήνα 1960, σελ. 475