Περί των τρομοκρατικών επιθέσεων στις Βρυξέλλες #παρρησία

Αν λάβει κανείς υπόψη του το πόσο σκοτεινό μπορεί να γίνει το μονοπάτι του καθενός προς την προσωπική ολοκλήρωση, τότε πρέπει να μην έρθει σαν μεγάλη έκπληξη το ότι κατά περιόδους είχα  διατυπώσει την ακόλουθη ρήση: «Δεν μισώ τους εθνικιστές, δεν μισώ τους πολιτικούς, δεν μισώ τους τραπεζίτες, δεν μισώ τους δημόσιους υπάλληλους, δεν μισώ τους κομμουνιστές, δεν μισώ τους τρομοκράτες, δεν μισώ τους διάφορους ψευτοεναλλακτικούς τύπους, δεν μισώ τους επιστήμονες, δεν μισώ τους καλλιτέχνες, δεν μισώ τους ιερείς και η λίστα συνεχίζεται. Απλώς, μισώ όλους τους ανθρώπους ίσα και χωρίς διακρίσεις».

Ασφαλώς, αυτό ακούγεται μισανθρωπικό. Μπορεί όμως και να είναι μια λανθάνουσα μορφή ανθρωπισμού. Μπορεί να υποδηλώνει μια μπερδεμένη αλλά παρόλα αυτά προς  την σωστή κατεύθυνση κατανόηση μιας άλλης σκέψης ότι δηλαδή «το κακό μπορεί να πάρει διάφορες μορφές».

Δεν εξισώνω ασφαλώς όλα τα παραπάνω καθώς υπάρχει ποιοτική διαφορά μεταξύ των ιδιοτήτων που ανέφερα. Απλώς, παρέθεσα κάποιες χονδροειδείς κατηγορίες όπου κατά καιρούς το μίσος εναντίον τους έχει νομιμοποιηθεί. Και μετά από περαιτέρω σκέψη θα αντικαθιστούσα την λέξη «κακό» με την λέξη «ανισορροπία».

Γιατί, παραλές τις εν εξελίξει προσωπικές μου δυσκολίες και την πρόκληση του να έρθω κοντά με άλλους ανθρώπους με έναν αληθινό και ουσιαστικό τρόπο, έχω μάθει να συμπάσχω με τις προκλήσεις που όλοι αντιμετωπίζουμε σαν άνθρωποι, και μόνο να αντιπαθώ -και όχι να μισώ- νοοτροπίες. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι αδιανόητο να κρίνω εξ αρχής κάτι -θετικά ή αρνητικά- με βάση φυλετικά και σεξιστικά χαρακτηριστικά παρά μόνο να το κρίνω μέσω του πόσο ισορροπημένη ή μη φαντάζει να είναι η έκφανσή του. Όσον αφορά άλλες ιδιότητες όπως οι παραπάνω, κάποιες ίσως να είναι εξ αρχής συνυφασμένες με νοσηρές νοοτροπίες, πολλές όμως απλώς διαφθείρονται.

Σε κάθε περίπτωση, υπό το βάρος αυτών των γεγονότων θα ήτο ενδεδειγμένο το να προσπαθούσαμε περισσότερο να καταλάβουμε τον κόσμο όχι με διπολικούς όρους «καλού και κακού» ή «νικητών και ηττημένων». Στην εποχή μας εκτυλίσσεται  μια έντονη διαμάχη για την δημιουργία νοήματος, η οποία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή μέσω διπολικών προσεγγίσεων. Αυτή δεν είναι ή ώρα για να ενισχύσουμε την σταθερά της «καλής» Δύσης ενάντια στους εξ ανατολών «κακούς». Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τους πρόσφυγες αλλά ακόμη και για τους τρομοκράτες.

Φυσικά και πρέπει να επικρίνουμε! Καθώς το κάνουμε όμως αυτό είναι ίσως ώρα να αρχίσουμε να αναζητούμε συναισθηματική ανισορροπία και διαφθορά παντού και πρώτα από όλα μέσα μας. Πως μπορεί διεφθαρμένες θρησκευτικές αντιλήψεις συνδεδεμένες με την διαφθορά που είναι η οργανωμένη θρησκεία να εκφράζουν κάτι το ισορροπημένο; Αλλά, επίσης, πως μπορεί διεφθαρμένες υλιστικές αντιλήψεις συνδεδεμένες με την διαφθορά που είναι το υλιστικό και εμπορευματοποιημένο σύστημα αξιών που έχει κονιορτοποιήσει την Δύση, και έχει επιβάλει ένα πολιτιστικό ιμπεριαλισμό στον υπόλοιπο κόσμο να εκφράζουν κάτι  το ισορροπημένο; Δύο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό.

Είμαστε σε μια περίοδο μετάβασης από μια ευδαιμονιστική με τάσεις συντηρητισμού κουλτούρα σε μια φάση ημιμάθειας, η οποία πυροδοτείται από έναν λανθάνοντα ευδαιμονισμό βασισμένο στο ότι ο ίδιος αυτός ο πολιτικός, οικονομικός και επιστημονικός τεχνοκρατισμός,  που λοιδορείται κατά το δοκούν, θα δώσει την λύση στα πάντα. Από τους μη σκεπτόμενους ευδαιμονιστές περνάμε σε μια χαοτική κατάσταση καταιγισμού πληροφοριών που είτε μας κάνει να κονιορτοποιούμε τις πληροφορίες που παίρνουμε ή και να μηδενίζουμε τα πάντα, είτε να προσπαθούμε απελπισμένα να αποκτήσουμε την μια δεξιότητα μετά την άλλη με σκοπό να είμαστε εις θέση να λύσουμε απτά προβλήματα. Όμως, για να παραφράσω αυτό που ακόμη και ίδιος ο Αϊνστάιν είπε, δεν μπορείς να λύσεις ένα πρόβλημα μέσα στο ίδιο πλαίσιο που το δημιούργησε. Και το βάθος του προβληματικού πλαισίου των προσεγγίσεων μας είναι μάλλον απύθμενο καθώς αφορά την ίδια την ουσία του συστήματος γνώσης μας.

Η επιστημονική ανάλυση μπορεί να μην είναι ακόμη τόσο ευχάριστη για πολλούς σε επίπεδο παρέας αλλά όλο και περισσότεροι πείθονται στο να αγιοποιούν την τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο. Θα το πω πολύ απλά ότι μεταξύ της αδιαφορίας ή και αμάθειας και της ημιμαθούς φανατικής πεποίθησης ότι όλα λύνονται μέσα στο υπάρχον αξιακό σύστημα υπάρχει η σοφία που τόσο λείπει από την επιστημονική περιέργεια του να ξέρεις τί δεν μπορεί να αλλάξει, να έχεις το κουράγιο να αλλάξεις αυτό που μπορεί να αλλάξει και να έχεις την σοφία να καταλάβεις την διαφορά. Τέτοια μηνύματα υπάρχουν στην λογοτεχνία και την φιλοσοφία αλλά είναι μάλλον ξένα προς τον επιστημονικό διαφωτισμό ο οποίος στην προσπάθεια του να ξεφύγει από τον δογματική τροπή που πήρε η επιστήμη έχει αναγάγει το άνοιγμα του κουτιού της Πανδώρας σχεδόν σε αυτοσκοπό.

Δεν μπορούμε να σταματήσουμε τα «κύματα» αλλά πρέπει να μπορούμε να «σερφάρουμε» σε αυτά. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι η επιστήμη μας βοηθάει στο να σερφάρουμε κατά μόνας παρά δημιουργεί νέα κύματα και νέες μηχανές για να τα ελέγξουν, ενώ παράλληλα εκπαιδεύει όλων των δεξιοτήτων «ναυαγοσώστες» για να σώσουν όλους εμάς που είμαστε καταδικασμένοι να μην μάθουμε ποτέ να «σερφάρουμε» τελείως αυτόνομα. Γιατί, κακά τα ψέματα, υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του να φιλτράρεις τις πληροφορίες των «ειδικών» και του να αποκτάς την σοφία αυτή που σε κάνει να ανήκεις στον εαυτό σου.

Η γνώση δεν είναι για την γνώση. Το άνοιγμα του κουτιού της Πανδώρας, όταν δεν οδηγεί στον μηδενισμό, αντί να προϋποθέτει την απελευθέρωση από έναν δογματικό υπερβατισμό καθιστά την ανεύρεση του «υπερβατικού» σε αυτοσκοπό. Το «παιχνίδι της γνώσης» αναχαιτίζει κάθε «παιχνίδι αλήθειας». Συνεπώς, εδώ θα διαφωνήσω με μια άλλη ρήση του Αϊνστάιν, αν αυτή ερμηνεύεται ως νομιμοποίηση της διάθεσης να καταστούν η γνώση και η περιέργεια  αυτοσκοποί. Το «Μη σταματάς να αναρωτιέσαι. Η περιέργεια έχει τον δικό της λόγο ύπαρξης» δεν μπορεί να σταθεί από μόνο του. Προτιμώ να επικεντρωθώ σε κάτι που είπε ο Πικάσο, από το οποίο μπορεί να συμπεράνει κανείς το πως μπορεί να αναζητεί την λύση ενός προβλήματος εκτός των συνθηκών που το δημιούργησαν, χωρίς απλώς να χρησιμοποιεί την περιέργεια σαν μέσο για την δημιουργία νέων κανόνων, που αναπόφευκτα θα οδηγήσουν σε νέα προβλήματα.

Ο Πικάσο είπε: «μάθε τους κανόνες σαν επαγγελματίας για να τους σπάσεις σαν καλλιτέχνης». Θεωρώ ότι το «σπάζω» δεν οδηγεί στην αναρχία μιας νομοτελειακής αποζήτησης του καινούργιου. Αντίθετα, οδηγεί στην διάθεση για μια «αφαιρετική απλοποίηση» όπου ο καθένας ναι μεν θα επιζητά την μάθηση αλλά πρώτα από όλα θα επιζητά να θέλει να μάθει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να κρίνει τι θα ήταν ουσιώδες να μάθει. Ο «αναγεννησιακός καθολικός άνθρωπος» δεν είναι ο πολυτεχνίτης άνθρωπος.  Αυτό που χρειάζεται είναι κριτική σκέψη όχι για απελευθέρωση από την ίδια την ιδέα της αλήθειας  -κάτι που φλερτάρει με τον μηδενισμό- αλλά για την επανανοηματοδότησή της. Δεν χρειαζόμαστε το βιβλίο της αλήθειας έτοιμο γραμμένο ώστε να ξέρουμε τι να εφαρμόσουμε στην ζωή μας. Αυτού του τύπου οι κανόνες πρέπει να «σπάσουν». Το ευκταίο είναι να ζήσουμε την ζωή μας με τρόπο τέτοιο ώστε να εμφανίσουμε τις «γραμμές» καθώς προχωράμε. Γιατί, όπως απορρέει και από τον Καβάφη, η Ιθάκη δεν είναι αυτοσκοπός. Όμως μια Ιθάκη, δηλαδή ένα προορισμός. πρέπει να υπάρχει ώστε το ταξίδι να μην είναι τυχοδιωκτικό και το καράβι να μην είναι ακυβέρνητο.

Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται απλώς αλλά πολλές φορές οι άνθρωποι συμπεριφέρονται σαν να ανακάλυψαν την πυρίτιδα. Τόσα χρόνια υποτιθέμενης προόδου και τα μηνύματα του Ομήρου και του Σαίξπηρ, μεταξύ άλλων, παραμένουν κατά βάση εξίσου επίκαιρα και διαχρονικά. Τα προβλήματα και οι ανησυχίες μας δεν άλλαξαν τόσο. Δεν πρέπει να πάρουμε φυσικά τέτοια μηνύματα σαν «σελίδες» από αυτό το έτοιμο γραμμένο βιβλίο της αλήθειας. Αλλά, καθώς εμφανίζουμε τις «γραμμές», πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε την σοφία κάποιων μηνυμάτων και να τα αφήσουμε να γίνουν αρωγοί στο γράψιμο του δικού μας βιβλίου της αλήθειας.

Σε αυτό το πλαίσιο, μια πιο συνολική προσέγγιση της ίδιας της αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας, πέρα από την μονοδιάστατη προσκόλληση στον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα θα ήτο ενδεδειγμένη. Είναι χρήσιμο να μελετήσουμε την παρακμή της αρχαιοελληνικής Πόλης και να λάβουμε υπόψη τόσο την διττή απεικόνιση του Σωκράτη στα έργα του Πλάτωνα όσο και τα φιλοσοφικά ρεύματα, μεταξύ άλλων, των Κυνικών και των Στωικών. Μέσω αυτής της προσέγγισης, και καθώς ξεφεύγουμε από την μονοδιάστατη επιρροή του προτεσταντικού ρασιοναλισμού και περνάμε σε σύγχρονα “debates” παγκοσμιοποίησης και δημοκρατίας, πολλές αναλογίες μπορούν να γίνουν με το σήμερα όσον αφορά συζητήσεις πάνω σε ζητήματα ηθικής, διακυβέρνησης και προσωπικής ολοκλήρωσης εντός αλλά και πέρα από τις συνεκτικές δομές του κράτους. Και, τέτοιες συζητήσεις πρέπει και μπορούν να διανθιστούν από τον φιλειρηνισμό που απορρέει από την ουμανιστική φιλοσοφία που υπάρχει πίσω από τον Χριστιανισμό, τον Βουδισμό και τον Ταοϊσμό στην μη δογματική και θεσμική τους μορφή.

Σε κάθε περίπτωση και η τέχνη και η φιλοσοφία και η θρησκεία πρέπει επίσης «να καθίσουν στο εδώλιο» υπό το βάρος της κατηγορίας πως και αυτές είναι «ανισσόροπες» καθώς επικεντρώνονται είτε στο να ψέγουν τα πάντα είτε στο να επιβάλουν επικίνδυνες ουτοπίες ή/και δυστοπίες. Εδώ ψάχνουμε για την ισορροπία αυτή που μπορεί να απορρέει από την σωστή χρήση της τέχνης, της φιλοσοφίας και της θρησκείας ως μη αλληλοαναιρούμενων εκφάνσεων όχι μιας δογματικής ηθικής (morality) αλλά του ήθους (ethics), αυτού που θα μας βοηθήσει να οραματιστούμε το πώς να ζήσουμε την ζωή μας ισορροπημένα.

Συνεπώς, δεν προτείνω ότι η τέχνη, η φιλοσοφία και η θρησκεία είναι de facto αυτή η ισορροπία.  Αυτή η ισορροπία επέρχεται καθώς «γενεαλογικά» αποδομούμε την συνεκτική ιστορία του παραπλανητικού  ιστορικού των γεγονότων με κύριο εργαλείο την διάθεση να ασκήσουμε «παρρησία» στο παρελθόν ώστε να αλλάξουμε το παρόν. Αυτή η «παρρησία» έχει να κάνει με το να βρούμε το θάρρος να πούμε την αλήθεια στον εαυτό μας όσον αφορά το κατά πόσον τα έργα τα δικά μας και αυτών που αυτή η «παραπλανητική ιστορία» μας έμαθε να επικροτούμε ως θέσφατα, πραγματικά συνάδουν με τα όποια ιδανικά μας. Η «παρρησία» ξεκινά με αυτόν το έλεγχο της διαφθοράς μέσα μας και συνεχίζει με την άσκηση αυτού του ελέγχου στους άλλους. Και αυτό που διέπει την όλη διαδικασία είναι η διάθεση για το «γνώθι σαυτόν» εν συναρτήσει με το «επιμελείσθαι εαυτού»

Το «γνώθι σαυτόν» έχει παρερμηνευτεί καθώς σε πολλές εκφάνσεις της Αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας το να ξέρεις τον εαυτό σου ήτο άρρητα συνδεδεμένο με το να ξέρεις να προσέχεις τον εαυτό σου, δηλαδή να ξέρεις πώς να ζήσεις. Το «γνώθι σαυτόν» όμως μάλλον έχει παραγκωνίσει το «επιμελείσθαι εαυτού» το οποίο στην πορεία έχει ακόμη και λοιδορηθεί από πολλούς ως νεοφιλελεύθερος ατομικισμός.

Όλη η διαμάχη μεταξύ δεξιάς και αριστεράς σε επίπεδο κουλτούρας μπορεί να συμπυκνωθεί πολύ σχηματικά ως εξής. Από την μία υπάρχει η επιλογή μιας ωφελιμιστικής προσήλωσης στο ατομικό συμφέρον βασισμένης στην αρχή αυτορρύθμισης της οικονομίας (φιλελευθερισμός) ή και στην ρύθμιση του εαυτού και κατ’ επέκταση της κοινωνίας μέσω της τεχνοκρατικής ρύθμισης της οικονομίας (νεοφιλελευθερισμός). Από την άλλη, υπάρχει ή προσήλωση προς το ευρύτερο καλό (φρόντισε τους άλλους και μέσω αυτού φρόντισε τον εαυτό σου) ως μια μονοδιάστατη έκφανση του «επιμελείσθαι εαυτού» που και πάλι υποτάσσεται στο «γνώθι σαυτόν». Και λέω υποτάσσεται γιατί το πώς πρέπει να φροντίσουμε τον εαυτό μας συνδέεται με την εύρεση της γνώσης εκείνης που θα οδηγήσει σε αυτήν την ιδεαλιστικά βέλτιστη διακυβέρνηση για όλους. Η πολιτική του σήμερα είναι καταδικασμένη να μείνει παγιδευμένη στον φαύλο κύκλο της εναλλαγής μεταξύ των δύο. Η πιο σεμνή και ασκητική φροντίδα του εαυτού ως μέσου για την επίτευξη μιας ευρύτερης ισορροπίας δεν υφίσταται στο φαντασιακό μας.

Είναι λοιπόν καλύτερα το επόμενο διάστημα ο καθένας να επιδοθεί σε μία ήσυχη ενδοσκόπηση παρά να καταφύγει και πάλι σε πομπώδεις ενέργειες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πολιτικοποιημένες γεωπολιτικές αναλύσεις, και φοβικές εκστρατείες υπέρ νέων μέτρων ασφαλείας.

Αντί να επικεντρωθούμε μόνο στο ότι αυτή η μεμονωμένη δράση από εμάς έφερε την τάδε αντίδραση από αυτούς ή και στο ότι η δράση η δική τους αναπόφευκτα θα φέρει την δική μας αντίδραση («domino effect»), μπορούμε επίσης να εστιάσουμε στον όρο της «συγχρονικότητας». Υπάρχει μια ανισορροπία στο παγκόσμιο συλλογικό υποσυνείδητο η οποία παίρνει πολλές μορφές, από την οικονομική κρίση μέχρι την τρομοκρατία,  καθώς εκδηλώνεται με αυτόν τον «συγχρονικό» τρόπο.

Σε αυτό το πλαίσιο, το ζητούμενο δεν είναι να αντιμετωπίσει ο κάθε ειδικός και μη, μόνος του τέτοια καίρια προβλήτα που αφορούν όλη την ανθρωπότητα με απλούς όρους αιτίας και αποτελέσματος («domino effect»). Σε αυτήν την περίπτωση είμαστε επιρρεπείς και πάλι σε αυτήν την παραπλάνηση μας από τον ιστορικό των γεγονότων. Το ζητούμενο είναι να αντιμετωπίσουμε ο καθένας προσωπικά τα έντονα συναισθήματα που μας προκαλούν τέτοια συμβάντα με «παρρησία». Έτσι, θα είμαστε εις θέση να αντιληφθούμε την αλληλεπίδραση μεταξύ ιδεών και γεγονότων με τρόπο τέτοιο που θα οδηγεί σε πιο διεισδυτικές προσεγγίσεις της σχέσης μεταξύ αιτίας και αιτιατού ή και που ακόμη θα βρίσκει αυτές τις «συγχρονικές» αλληλουχίες που ο ιστορικός των γεγονότων αρνείται να αποδεχτεί. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να γίνουμε η σταγόνα αυτή που θα εκκινήσει την δράση («ripple effect») προς εξισορρόπηση της «συγχρονικότητας». Διότι υπάρχει δράση μέσα στην ηρεμία και την ενδοσκόπηση. Διότι το να μένεις ανεπηρέαστος από παρορμητισμούς και το να μην κάνεις τίποτα, είναι δύο πολύ διαφορετικά πράματα. Νομίζω πως σε αυτήν την δεύτερη προσέγγιση μπορεί κάποιος να βρει την εφαρμογή των λόγων του Γκάντι «γίνε η αλλαγή που θέλεις να δεις στον κόσμο» εντός του πλαισίου της Σωκρατικής/Κυνικής μη ατομιστικής αυτοβοήθειας όπως αυτή συμπυκνώνεται στην φράση «φρόντισε τον εαυτό σου και μέσω αυτού φρόντισε τους άλλους» .

 

Δημήτριος Λάης,

υποψήφιος Διδάκτωρ στην Φιλοσοφία και Πολιτική Φιλοσοφία

(Μια εκδοχή του κειμένου αυτού δημοσιεύτηκε πρώτα στην Αγγλική γλώσσα σε έντυπο του πανεπιστημίου του Γιόρκ καθώς και στο προσωπικό blog του συγγράφοντος).