Τα γκιούμια της Φλώρινας

Κάποτε στην μέση της οδού Πρεσπών, απέναντι από την γωνία, όπου σήμερα το σούπερ μάρκετ Μαρινόπουλος, υπήρχε ένα μαγαζάκι, που έφραζε τον μισό δρόμο. Ένα παμπάλαιο μαγαζάκι χτισμένο με πλίνθους και ξύλα και με καμπυλωτά κεραμίδια. Ένα εργαστήριο άλλων εποχών. Μέσα σε αυτό δούλευαν δυο μπακιρτζήδες και με τον χαλκό έκαμναν οικιακά σκεύη. Καθισμένοι σταυροπόδι πάνω στους πάγκους, χτυπούσαν με τα σφυριά τις πλάκες του χαλκού, τις διαμόρφωναν και έφτιαχναν σκεύη. Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο από τα «νταν, νταν, ντουν…», σαν μια μελωδία, σαν τον ήχο μακρινής καμπάνας. Ήταν και αυτό ένα από τα πολλά εργαστήρια χαλκού, που υπήρχαν στην πόλη μας. Έφτιαχναν οικιακά σκεύη και κυρίως γκιούμια, με τέσσερα  κομμάτια χαλκού. Πρώτα έφτιαχναν τον πάτο, μετά την κοιλιά και τέλος τον λαιμό. Τα κολλούσαν και τοποθετούσαν ένα σιδερένιο χερούλι. Γάνωναν το γκιούμι και ήταν έτοιμο προς πώληση.

Η λέξη γκιούμι είναι τούρκικη, και ήταν ένα χάλκινο δοχείο, που έμοιαζε με μεγάλη κανάτα ή σαν μια στάμνα. Υπήρχαν τα μεγάλα γκιούμια, αλλά και τα μικρά, που τα λέγαμε γκιουμάκια. Μερικά από αυτά έκλειναν και με χάλκινο καπάκι. Η χρήση τους ήταν μόνο για νερό και μάλιστα όχι πόσιμο, αλλά μόνο για τις δουλειές της κουζίνας. Η θέση τους ήταν πάντα πάνω από την σόμπα μασίνα, δηλαδή την σόμπα της κουζίνας. Τα γκιούμια ήταν πάντα γεμάτα με νερό και όπως ήταν πάνω από την σόμπα περιείχαν πάντα ζεστό νερό. Ήταν απαραίτητα για την νοικοκυρά, καθώς τότε δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε θερμοσίφωνες για να ζεστάνουν νερό. Με το ζεστό νερό που περιείχαν τα γκιούμια έπλεναν τα πιάτα στον νεροχύτη της κουζίνας. Γενικά τα γκιούμια περιείχαν ζεστό νερό για κάθε χρήση.

Και όταν ερχόταν το Σάββατο, που ήταν η ημέρα του μπάνιου, οι νοικοκυρές, όλο το απόγευμα έκαιγαν καλά την σόμπα, ώστε το νερό στα γκιούμια να είναι καυτό. Τοποθετούσαν μια τενεκεδένια λεκάνη, όπου έκαμναν όλοι μπάνιο, αδειάζοντας το ζεστό νερό από τα γκιούμια σε μικρότερες λεκάνες, από όπου ξεπλένονταν.

Με τα γκιούμια πήγαιναν και στην βρύση της γειτονιάς, από όπου έπαιρναν νερό, όχι όμως για να πιουν. Νερό έπιναν μόνο από την στάμνα. Αυτά ήταν τα χάλκινα γκιούμια, που ήταν πολύ απαραίτητα για κάθε νοικοκυριό, που όμως έπρεπε να τα γανώνουν μια φορά τον χρόνο για να αποφεύγουν τις δηλητηριάσεις.

Υπήρχαν και τα λαμαρινένια γκιούμια, αυτά που χρησιμοποιούσαν οι γαλακτοπώληδες και οι γαλατάδες. Τα γκιούμια αυτά τα έφτιαχναν οι τενεκετζήδες της πόλης μας, από ανοξείδωτη λαμαρίνα. Η χρήση τους ήταν αποκλειστικά για την μεταφορά του γάλακτος. Οι τελευταίοι γαλατάδες που μοίραζαν το γάλα στα σπίτια με ποδήλατο, είχαν στην σχάρα ένα ξύλινο δισάκιο, με δυο γκιούμια, το ένα από την μια και το άλλο από την άλλη μεριά.

Σήμερα τα χάλκινα γκιούμια δεν είναι σε χρήση. Τα βλέπει κανείς στα σπίτια, σαν διακοσμητικά αντικείμενα ή στις συλλογές των λαογραφικών μουσείων. Αλλά και τα λαμαρινένια γκιούμια γάλακτος εκτοπίστηκαν από τα πλαστικά δοχεία.

Η νέα τεχνολογία παραμέρισε τον παλιό τρόπο ζωής, και εμείς προσαρμοστήκαμε αμέσως στο εύκολο και το άνετο. Και γιατί όχι, όλη η ζωή μας είμαι μια εξέλιξη, που βαδίζει εμπρός και αφήνει πίσω του το παλιό. Η λέξη γκιούμι όμως υπάρχει στο λεξιλόγιο μας και μεταφορικά χαρακτηρίζει τον ανόητο άνθρωπο.

 

                              Δημήτρης Μεκάσης