Της Ζωοδόχου Πηγής στην Σκοπιά – Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

Μετά το Πάσχα, η εβδομάδα που ακολουθεί είναι της Διακαινησίμου. Την Παρασκευή εορτάζεται η Ζωοδόχος Πηγή στο χωριό Σκοπιά. Κάποτε γινόταν μεγάλο πανηγύρι. Ένα ιδιόρρυθμο πανηγύρι, στο οποίο συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης και των γύρω χωριών. Το πανηγύρι γινόταν στην αυλή της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής. Η πλαγιά του βουνού γέμιζε Φλωρινιώτες.

Στην Σκοπιά όμως δεν υπάρχει ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Εκεί στον χώρο όπου συγκεντρώνονταν είναι ο ναός της Αγίας Παρασκευής, χτισμένος το 1832, και ήταν η πατριαρχική εκκλησία. Λίγο πιο πάνω είναι ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που αποπερατώθηκε το 1910, και ήταν εξαρχική εκκλησία. Πώς όμως άρχισε να γιορτάζεται, και μάλιστα με πανηγύρι, η Ζωοδόχος Πηγή;

Στην Κωνσταντινούπολη, στα χρόνια του Βυζαντίου, υπήρχε μια πηγή, όπου έγινε ένα θαύμα, καθώς ένας τυφλός βρήκε το φως του. Οι Βυζαντινοί έχτισαν ναό της Θεοτόκου, που ονομάστηκε της Ζωοδόχου Πηγής. Σήμερα η συνοικία αυτή  ονομάζεται στα τούρκικα Μπαλουκλί.

Από τις προφορικές μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι, από τα μέσα του 19ου αιώνα, ίσως και νωρίτερα, πολλοί Σκοπιώτες ξενιτεύονταν εποχιακά και πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη για να εργαστούν. Το κύριο επάγγελμα τους ήταν οι κηπουρική λαχανικών. Έφευγαν λοιπόν μετά του Αγίου Γεωργίου και επέστρεφαν του Αγίου Δημητρίου. Όλο αυτό το διάστημα εργάζονταν στους λαχανόκηπους της Κωνσταντινουπόλεως. Οι Σκοπιώτες ήταν άριστοι κηπουροί, επειδή έμαθαν πολλά από τους κηπουρούς της Κωνσταντινουπόλεως.

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, με απόφαση του Σουλτάνου, όλα τα επαγγέλματα  έπρεπε να  ιδρύσουν συνδικάτα, από τα οποία ο νέος επαγγελματίας έπαιρνε την άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος, κατόπιν πρακτικών εξετάσεων. Αυτές οι επαγγελματικές ομάδες ονομάζονταν «Εσνάφια».  Κάθε επάγγελμα είχε το δικό του Εσνάφι. Χωριστά Εσνάφια είχαν οι χριστιανοί, οι μουσουλμάνοι και οι εβραίοι. Οι χριστιανοί στο Εσνάφι τους είχαν πάντα έναν Άγιο προστάτη. Ήταν ο προστάτης της συντεχνίας τους.

Οι Σκοπιώτες στην Κωνσταντινούπολη εκκλησιάζονταν στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής, πιθανότατα επειδή το Εσνάφι των κηπουρών της Κωνσταντινούπολης είχαν προστάτη την Παναγία της Ζωοδόχου Πηγής. Και επειδή πολλά θαύματα είχαν συμβεί σε αυτήν την πηγή, αποφάσισαν οι Σκοπιώτες να παραγγείλουν μια μεγάλη εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής, να την αφήσουν αρκετό καιρό στον ναό για να αγιαστεί  και να την μεταφέρουν στην Σκοπιά.

Όταν έφεραν την εικόνα στην Σκοπιά, περίπου το 1880, την προσκύνησε και ο τούρκος Αγάς της Σκοπιάς, επειδή είχε ακούσει πολλά για τα θαύματα που είχαν γίνει στο Μπαλουκλί. Η εικόνα τοποθετήθηκε στον ναό της Αγίας Παρασκευής και την ημέρα της εορτής της, οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι από κοινού γλεντούσαν στο πανηγύρι. Προστριβές μεταξύ των πατριαρχικών και εξαρχικών δεν υπήρχαν, καθώς ο Αγάς είχε απαγορεύσει τις συγκρούσεις. Μετά το πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής, οι Σκοπιώτες αναχωρούσαν για την Κωνσταντινούπολη, όπου θα εργάζονταν μέχρι το φθινόπωρο.

Μετά το 1912, χαράχτηκαν τα νέα σύνορα. Οι Σκοπιώτες δεν πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη. Συνέχισαν όμως τις κηπουρικές τους εργασίες και τα λαχανικά τους, τα πουλούσαν στο παζάρι της Φλώρινας. Εκλεκτά λαχανικά, από έμπειρους κηπουρούς. Ακολούθησε ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος και μετά η ειρηνική περίοδος του Μεσοπολέμου.

Από την δεκαετία του 1920, το πανηγύρι στην Σκοπιά άρχισε να γίνεται πανηγύρι των κατοίκων της πόλης. Την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής έκλειναν τα καταστήματα της Φλώρινας, έδιναν άδειες στους δημοσίους υπαλλήλους και όλοι πήγαιναν οικογενειακώς στην Σκοπιά. Η πόλη της Φλώρινας ερήμωνε.  Μέσα σε τορβάδες τοποθετούσαν λίγα τρόφιμα και ένα μπουκάλι τσίπουρο, μια παλιά κουβέρτα υπό μάλης και ξεκινούσαν άλλοι από τον δρόμο και άλλοι από το σύντομο μονοπάτι, που περνούσε από το Γιάζι, πιο κάτω από το Άλσος (Πίκης), όπου σήμερα ο αρχαιολογικός χώρος και έβγαιναν στην πλαγιά της Σκοπιάς, όπου δεν υπήρχαν δένδρα, καθώς το τόπος αυτός ήταν βοσκοτόπι.   Μερικοί πήγαιναν και από το μονοπάτι που περνούσε από το Ιτς Μπουνάρ.

Λίγο πιο πάνω από την εκκλησία της Αγίας παρασκευής έστρωναν τις κουβέρτες τους και κάθονταν και απολάμβαναν λίγη ανάπαυση. Κατέβαιναν στον ναό, άναβαν κεριά, προσκυνούσαν την εικόνα και παραχωρούσαν την θέση τους στους επόμενους καθώς ο ναός ήταν μικρός και δεν χωρούσε όλο το πλήθος που έρχονταν από την Φλώρινα.

Όλοι περίμεναν να τελειώσει η θεία λειτουργία και μετά τα όργανα άρχιζαν να παίζουν τοπικούς και πανελλήνιους δημοτικούς χορούς. Χόρευαν στην αυλή του ναού της Αγίας Παρασκευής. Πιο πέρα κάποιοι ταβερνιάρηδες κάτω από ψάθινες τέντες είχαν τοποθετημένα τα τραπέζια και τις καρέκλες. Άναβαν την ψησταριά και μοσχομύριζε ο τόπος ψητά κεμπάπια. Οι μικροπωλητές ήταν πάρα πολλοί. Καροτσάκια με παγωτά. Καροτσάκια με σπόρια και καραμέλες. Δίπλα κουβάδες με γκαζόζες στο κρύο νερό. Βελάκια και κρίκοι, που κέρδιζαν οινοπνευματώδη ποτά, και πολλές παρέες παιδιών να περιφέρονται με λίγα κέρματα στα χέρια μη μπορώντας να διαλέξουν που θα δώσουν το οβολό τους.

Εκεί στο πανηγύρι της Σκοπιάς έδιναν τις τελευταίες πασχαλινές ευχές τσουγκρίζοντας τα τελευταία κόκκινα αυγά της Λαμπρής και τρώγοντας τα τελευταία τσουρέκια. Οι πιο μεγάλοι έπιναν και το τσίπουρό τους με λίγο μεζέ και θέα την αυλή της εκκλησίας όπου χόρευαν κυκλικούς χορούς. Όλοι μαζί μετά έτρωγαν τηγανιτούς κεφτέδες, τυρί, λαχανικά, ψωμί και ότι άλλο καλό είχαν φέρει από το σπίτι. Κάθονταν στις κουβέρτες και το σώμα τους σχημάτιζε ορθή γωνία. Ήταν συνηθισμένοι να τρώνε σε αυτήν την στάση στην εξοχή.  Η θέα της πλαγιάς ήταν μοναδική. Οι στρωμένες κουβέρτες, σε όλα τα χρώματα, και με φόντο το πράσινο. Οι κουβέρτες που έφταναν μέχρι ψηλά, φαίνονταν σαν πίνακας μοντέρνας ζωγραφικής.

Μετά το μεσημέρι, κάποιοι οργανοπαίκτες, κατά παραγγελία και με αμοιβή, έπαιζαν μουσική στην παρέα που τους καλούσε. Δεν χόρευαν ούτε τραγουδούσαν, παρά μόνο άκουγαν τοπικές μελωδίες καθισμένοι πάνω στις κουβέρτες.  Μικροί και μεγάλοι απολάμβαναν την μέρα, που ήταν μέρα ξεκούρασης και ξεγνοιασιάς. Ήταν μια εκδρομή, ένα πικ νικ με πολύ κόσμο. Για άλλους χορός και γλέντι στις υπαίθριες ταβέρνες. Μόνο η βροχή μπορούσε να σταματήσει το πανηγύρι. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που έριχνε καμιά σύντομη βροχή και μετά πάλι ο ήλιος για να τους ζεστάνει και να τους επαναφέρει την καλή διάθεση.

Η πλαγιά της Σκοπιάς είχε νόστιμα ραδίκια και πολλοί δεν έχαναν την ευκαιρία. Με ένα μαχαίρι και έναν τορβά μάζευαν όσο περισσότερα ραδίκια μπορούσαν. Ήταν η σαλάτα της επόμενης ημέρας. Μετά όλοι από τα μονοπάτια  γύριζαν στα σπίτια τους στην Φλώρινα, πριν βραδιάσει.

Το πανηγύρι όμως αυτό, το πανηγύρι όλων των Φλωρινιωτών και των κατοίκων των γύρω χωριών απαγορεύτηκε και χάθηκε. Ήταν το 1968, που ο τότε Μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης απαγόρευσε όλα τα πανηγύρια. Το πανηγύρι δεν ξαναέγινε, παρά τις προσπάθειες των Σκοπιωτών, τα τελευταία χρόνια, ώστε να το επαναφέρουν. Τώρα πλέον είναι αναβίωση του πανηγυριού, ενώ τότε ήταν το γνήσιο πανηγύρι. Όσοι το πρόλαβαν θα το θυμούνται με νοσταλγία, επειδή το πανηγύρι αυτό ήταν των Φλωρινιωτών, καθώς ένας λόφος, ο λόφος του Αγίου Παντελεήμονα χωρίζει την Φλώρινα από την Σκοπιά.

 

Δημήτρης Μεκάσης