Το  μαγειρείο του Ματσκαλούλε κατά την γερμανική Κατοχή – Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

Οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε ένα από τα μικρά μαγαζιά στεγαζόταν το μαγειρείο του Ματσκαλούλε (Φωτο Δημήτρη Μεκάση 1992)

Είχες ψωμί να φας στην Κατοχή; Ήταν σίγουρο ότι θα επιζούσες. Αν είχες και λίγο φαγάκι, ήσουν πλούσιος. Αυτός ήταν ο πλούτος στην Κατοχή: το φαγάκι, που είχε εκλείψει από πολλά σπίτια. Η Μαύρη Αγορά, όσο και αν κατηγορήθηκε μεταπολεμικά, μείωνε την έλλειψη τροφίμων, παρόλο που οι τιμές έφευγαν στα ύψη. Ο καθένας προσπαθούσε να βολευτεί, αλλά και να βολέψει την οικογένεια του, με την ελπίδα ότι θα περάσει γρήγορα η  μαύρη περίοδος της γερμανικής Κατοχής. Στη Φλώρινα, οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι είχαν αρκετά τρόφιμα και δεν στερήθηκαν πολλά. Όπως και οι τεχνίτες και οι έμποροι. Αντίθετα οι μεροκαματιάρηδες και ειδικά οι δημόσιοι υπάλληλοι μαρτύρησαν στον βωμό της πείνας, καθώς οι μισθοί τους ήταν πενιχροί και μάλιστα σε πληθωρικές δραχμές. Όλοι αυτοί όμως βοηθήθηκαν από κάποιους φιλάνθρωπους Φλωρινιώτες και κατάφεραν να βγουν ζωντανοί από το αυστηρό «πρόγραμμα λιτότητας(=πείνας)», που επέβαλαν τα στρατεύματα Κατοχής.

Στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, απέναντι από το παρκάκι του Καραβίτη, εκεί που κάποτε υψωνόταν ο πύργος του ρολογιού, ήταν ένα λαϊκό οινομαγειρείο, ζαχαροπλαστείο, πατσατζήδικο, γαλακτοπωλείο και ότι άλλο είχε σχέση με τρόφιμα. Ήταν το μαγαζάκι του Ματσκαλούλε, του γνωστού Πάππου, που το κανονικό όνομά του ήταν Ιωάννης Σεραφείμ  (Πέτρου). Λειτούργησε κατά την διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, και έσωσε όλους τους πεινασμένους. Το πρωί έβρισκε κανείς γάλα, με αναλογία μισό νερό, μισό γάλα για να φτάσει για όλους. Το γάλα συνοδευόταν από ξεροκόμματα ψωμιού. Τα ξεροκόμματα τα πουλούσαν στον Ματσκαλούλε οι ζητιάνοι και αυτός με την σειρά του τα σέρβιρε στους δημοσίους υπαλλήλους σε πολύ χαμηλές τιμές. Όλοι έφευγαν από τον Ματσκαλούλε με γεμάτο στομάχι και άντεχαν μέχρι το μεσημέρι, που ήταν το επόμενο γεύμα.

Το μεσημέρι το μενού ήταν επίσης δυναμωτικό. Το μενού του Ματσκαλούλε είχε καθημερινά κοκκαλόσουπα. Ο Ματσκαλούλες πήγαινε στα σκουπίδια του γερμανικού στρατού και έπαιρνε όλα τα κόκκαλα από τα μοσχάρια που έσφαζαν οι γερμανοί. Τα κόκκαλα αυτά τα έβραζε και στράγγιζε τον ζωμό, που τον ανακάτευε με τα μεδούλια και γινόταν ένας πατσάς πρώτης κατηγορίας, που συνοδευόταν με σκορδόξιδο και ξερά κομμάτια ψωμιού. Βέβαια υπήρχαν και άλλα απλά φαγητά, σε πολύ χαμηλές τιμές, και παραδοσιακά γλυκά, που τα έφτιαχνε ο ίδιος από αλεύρι.

Το μαγαζί του Ματσκαλούλε είχε γίνει διάσημο για την κουζίνα του, αλλά κυρίως για τις χαμηλές τιμές του. Εκεί συγκεντρώνονταν οι ζητιάνοι, οι μαυραγορίτες, οι γερμανοί στρατιώτες και οι ΕΑΜίτες τις απογευματινές ώρες και μέχρι το βράδυ. Μέχρι την ώρα δηλαδή που επέτρεπε την κυκλοφορία το γερμανικό Φρουραρχείο. Κρασί νερωμένο. Τσίπουρο με μπόλικο νερό. Πρόχειρα μεζεδάκια. Και πολύ τραγούδι και συζητήσεις, αφού όλοι γίνονταν μια παρέα.

Οι γερμανοί στρατιώτες μεθούσαν και έλεγαν διάφορα υπηρεσιακά θέματα, χωρίς να ελέγχουν τον εαυτό τους. Το ΕΑΜ είχε φροντίσει να υπάρχουν πάντα κάποιοι στο μαγαζί, όσοι βέβαια καταλάβαιναν λίγα γερμανικά, για να ακούν και να ενημερώνουν τους αντάρτες στα βουνά. Με την πάροδο του χρόνου το μαγαζί του Ματσκακούλε έγινε κέντρο κατασκόπων, που τους παρακινούσε ο Έβανς, αξιωματικός του βρετανικού στρατού, που βρισκόταν στα βουνά της Φλώρινας. Πολύτιμες πληροφορίες διέρρεαν προς την αγγλική αποστολή.

Λίγο πριν φύγουν οι γερμανοί, ο Έβανς φόρεσε ένα ράσο και μαζί με τον Κώστα Φωτιάδη, έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ, έδωσαν ραντεβού με κάποιους γερμανούς αξιωματικούς στου Ματσκαλούλε. Γεύτηκαν την κοκκαλόσουπα και συζήτησαν σχετικά με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από τη Φλώρινα.

Μετά την Κατοχή, το μαγαζί του Ματσκαλούλε έκλεισε  και άρχισαν οι περιπέτειες του. Οι ελληνικές αρχές τον ανέκριναν και τον κατηγόρησαν, ως μαυραγορίτη. Στην απολογία του ο Πάππου είπε: «Στο μαγαζί μου σύχναζαν δημόσιοι υπάλληλοι, ζητιάνοι, μαυραγορίτες, Γερμανοί, Βούλγαροι, ΕΑΜίτες και τόσοι άλλοι. Με κατηγορείτε σαν να ήρθε ο Χίτλερ στο μαγαζί μου και ήπια καφέ μαζί του». Μετά από όλα αυτά ο Πάππου με έναν καρότσι άρχισε να πουλάει στους δρόμους παραδοσιακά γλυκίσματα. Η προσφορά του όμως, προς τους πεινασμένους και τους αδέκαρους ήταν μεγάλη σε όλη την διάρκεια της γερμανικής Κατοχής.

 

Δημήτρης Μεκάσης