Οι μπίλιες Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

Να ήσουν παιδί και να ήταν άνοιξη. Μια άνοιξη από εκείνες τις παλιές, στη Φλώρινα, στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Τότε που οι δρόμοι ήταν γεμάτοι παιδιά και τα αυτοκίνητα μετρημένα στα δάχτυλα. Σε εκείνη την Φλώρινα, με τους χωματόδρομους, που μόλις στράγγιζαν από τα νερά του χειμώνα και το χώμα ήταν στεγνό, χωρίς να βγάζει σκόνη, τότε όλα τα παιδιά έβγαιναν να παίξουν μπίλιες.

Οι παραποτάμιοι δρόμοι, από την μια άκρη της πόλης μέχρι την άλλη, φιλοξενούσαν τις παρέες των παιδιών για να παίξουν μπίλιες. Και όταν αυτά εύρισκαν το κατάλληλο μέρος, άρχιζαν το παιχνίδι. Οι μπίλιες ήταν παιχνίδι αποκλειστικά για αγόρια, αλλά ήταν και παιχνίδι, που ανάλογα με τις ικανότητες του παίκτη, έχανε τις μπίλιες του ή κέρδιζε των άλλων. Ήταν παιδικός τζόγος και καμιά φορά εκτός από τις μπίλιες τους έπαιζαν και το χαρτζιλίκι τους.

Τα παιχνίδια που έπαιζαν ήταν «δέλτα», «μπας» και αργότερα «χωριά και πολιτεία». Το παιχνίδι «δέλτα» ήταν το πιο διαδεδομένο. Χάραζαν στο χώμα ένα τριγωνάκι, ένα κεφαλαίο δέλτα, από όπου πήρε και το όνομά του, και τοποθετούσαν στις γωνίες από μια μπίλια. Τρεις οι παίκτες. Τρεις και οι μπίλιες στο δέλτα. Αν οι παίκτες ήταν περισσότεροι, το δέλτα γινόταν μεγαλύτερο και τοποθετούσαν τις επιπλέον μπίλιες συμμετρικά στις γραμμές του δέλτα και στο κέντρο. Χάραζαν και μια ευθεία γραμμή ενάμισι μέτρο μακριά από το δέλτα. Κάθε παίκτης είχε μια καλή μπίλια, το «σάλτι», και με αυτό έπαιζε. Στερέωνε το σάλτι στο κλειστό δάκτυλο – δείκτη. Πίσω από την μπίλια έβαζε τον αντίχειρα και έσφιγγε την κλειστή χούφτα του. Έδινε δύναμη στον αντίχειρα και το σάλτι έφευγε από το ακίνητο χέρι του παίκτη με ταχύτητα. Η μπίλια, σε απόσταση, ξεπερνούσε τα τρία μέτρα. Το παιχνίδι άρχιζε, καθώς οι παίκτες έριχναν τα σάλτι τους από το δέλτα προς την γραμμή. Όποιος ήταν πιο κοντά στην γραμμή άρχιζε πρώτος. Ο παίκτης, πίσω από την γραμμή, έσφιγγε την μπίλια στο χέρι του, που πατούσε στο χώμα και σημάδευε τις μπίλιες στο δέλτα. Όποια μπίλια χτυπούσε και έβγαινε από το δέλτα, η μπίλια αυτή ήταν δικιά του. Με την σειρά, ο ένας μετά τον άλλον έριχναν από την γραμμή προς το δέλτα, και μετά πάλι με την σειρά προσπαθούσαν να χτυπήσουν και άλλες μπίλιες στο δέλτα, αλλά και το σάλτι κάποιου άλλου παιδιού. Αν κάποιος χτυπούσε το σάλτι άλλου παιδιού, έπαιρνε τις μπίλιες που είχε κερδίσει το παιδί σε αυτό το παιχνίδι και ο χαμένος έβγαινε από αυτή την παρτίδα. Και μόλις τελείωναν οι μπίλιες στο δέλτα, τοποθετούσαν άλλες μπίλιες και άρχιζαν νέο παιχνίδι.

Το παιχνίδι δέλτα είχε και συνθηματικές λέξεις, κάτι σαν ορολογία του παιχνιδιού, που όλα τα παιδιά τις γνώριζαν καλά. Μια τέτοια λέξη σήμαινε και κάτι. «Οκάν» έλεγε το παιδί και έπαιρνε το σάλτι του, όπου και αν βρισκόταν και πήγαινε στην γραμμή από όπου έριχνε το σάλτι του. «Ματόρ» σήμαινε ρίξιμο του σάλτι από το γόνατο. Αν κάποιο παιδί έλεγε «τουρ ματόρ» το άλλο παιδί δεν μπορούσε να πει «ματόρ». «Μόρτσα» έλεγαν όταν το σάλτι έμενε μέσα στο δέλτα. Τότε το παιδί έχανε και έβγαινε από το παιχνίδι. «Μπιζέ» φώναζαν όταν ήθελαν να τοποθετήσουν δυο μπίλιες η μια δίπλα στην άλλη στο δέλτα. «Τσίστο» φώναζαν ήταν το σάλτι ήταν μεταξύ δέλτα και γραμμής. Αν κάποιο παιδί φώναζε «τσίστο από σοκάν» μπορούσε να πάρει το σάλτι του, ώστε ο επόμενος παίκτης να μη μπορέσει να το χτυπήσει, αφού ήταν τόσο κοντά στη γραμμή. Όταν ο παίκτης φώναζε «ρίεν» μπορούσε να καθαρίσει από πετραδάκια την μπίλια που σημάδευε. Αν κάποιο παιδί φώναζε πρώτο «τούρι ρίεν», ο παίκτης δεν μπορούσε να καθαρίσει τον χώρο μπροστά από την μπίλια του αντιπάλου. Η φράση «τουρ ματόρ κουνάς δεν παίρνεις» σήμαινε ότι αντίπαλος δεν μπορούσε να ρίξει την μπίλια από το γόνατο, και αν πετύχαινε την μπίλια που σημάδευε και την κουνούσε χωρίς να αλλάξει θέση, δεν κέρδιζε την μπίλια. Αλλά και φράση «κουνάς δεν παίρνεις» μόνη της σήμαινε το ίδιο. Και όταν ακουγόταν κανένα γερό χτύπημα, τόσο που μπορούσε να σπάσει την μια από τις δυο μπίλιες, φώναζαν «οτσγκόρνα», δηλαδή ψηλοκρεμαστή βολή.

Το παιχνίδι «μπας», επίσης παλιό παιχνίδι, ήταν διαφορετικό. Χάραζαν στο χώμα δυο παράλληλες γραμμές σε απόσταση δυο ή τριών μέτρων η μια από την άλλη. Οι παίκτες τοποθετούσαν στην σειρά και σε απόσταση δυο εκατοστών την μια από την άλλη μπίλα στην μια γραμμή. Στην αριστερή μεριά της σειράς τοποθετούσαν μια μπίλια ή έναν κέρμα που το ονόμαζαν μπας. Μετά έριχναν τα σάλτι τους στην άλλη γραμμή και όποιος ήταν πιο κοντά στην γραμμή άρχιζε πρώτος. Το σάλτι ήταν πιο μεγάλη μπίλια, από το σάλτι του παιχνιδιού δέλτα και το έριχναν όρθιοι, σαν μπαλάκι, με σκοπό να χτυπήσουν το μπας ή κάποια άλλη μπίλια στην γραμμή. Αν χτυπούσαν το μπας έπαιρναν όλες τις μπίλιες. Αν χτυπούσαν μπίλια έπαιρναν όλες τις μπίλιες που βρισκόταν δεξιά της μπίλιας που χτύπησαν.

Το παιχνίδι «χωριά και πολιτεία» είναι νεώτερο και δημιούργημα των παιδιών του Βαροσίου. Το καλοκαίρι του 1963, καθώς τα παιδιά είχαν τελειώσει το παιχνίδι με τις μπίλιες, πέρασε ένα άλογο με καινούργια πέταλα, που άνοιγαν τρύπες στο χώμα. Τα παιδιά άρχισαν να ακολουθούν τις τρύπες, προσπαθώντας να ρίξουν τις μπίλιες σε αυτές, σαν να παίζανε γκολφ χωρίς μπαστούνια. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα για ένα νέο παιχνίδι. Όλα έγιναν στην τότε πλατεία Ρούσβελτ, που σήμερα ονομάζεται Επτά Ηρώων του 1944. Ο γράφων Δημήτρης Μεκάσης, ο Αντώνης Πέιος, ο Παναγιώτης Σιάκος, ο Τζίμης Χατζηλάμπρου, ο Στέφανος Δούμας και άλλοι κατάφεραν να δώσουν κανονισμούς στο νέο παιχνίδι. Χάραξαν ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο στο χώμα με διαστάσεις 3 Χ 2 μέτρα και άνοιξαν μικρές τρύπες. Τέσσερις, μια σε κάθε γωνία εσωτερικά του παραλληλογράμμου. Αυτά ήταν τα τέσσερα χωριά. Άνοιξαν και στο κέντρο μια τρύπα, που ήταν η πολιτεία. Χάραξαν και μια γραμμή δυο μέτρα πιο πέρα από το παραλληλόγραμμο και από εκεί άρχιζε το παιχνίδι, όπως στο δέλτα. Οι μπίλιες δεν έπρεπε να βγουν έξω από τις γραμμές του παραλληλογράμμου. Σκοπός του παιχνιδιού ήταν να ρίξει ο παίκτης την μπίλια σε μια τρύπα και να γίνει δικό του το χωριό ή η πολιτεία. Αν κάποιος πλησίαζε με την μπίλια του κάποια τρύπα, με σκοπό να την καταλάβει, αυτός που την κατείχε προσπαθούσε να τον απομακρύνει με ένα χτύπημα της μπίλιας. Μάλιστα αν είχε χωριό, τοποθετούσε τα πέντε δάκτυλά του ενωμένα για τον πλησιάσει. Αν είχε την πολιτεία μετρούσε μια πιθαμή για να τον πλησιάσει. Για να μειώσουν όμως την απόσταση έπρεπε τα παιδιά να φωνάξουν «δάκτυλα» ή «πιθαμή» αντίστοιχα. Διαφορετικά δεν είχαν αυτό το δικαίωμα και έριχναν από την άκρη της τρύπας. Το παιχνίδι αυτό παιζόταν από δυο έως έξι άτομα ή από δυο ομάδες συνήθως, και νικήτρια ομάδα ήταν αυτή που καταλάμβανε την πολιτεία και τα τέσσερα χωριά. Αυτό το παιχνίδι δεν ήταν παιδικός τζόγος, όπως το δέλτα και το μπας. Δεν έπαιζαν για να κερδίσουν μπίλιες. Έπαιζαν για να καταλάβουν τα χωριά και την πολιτεία, και μετά πάλι από την αρχή.  Από την πλατεία Ρούσβελτ, το παιχνίδι «χωριά και πολιτεία» διαδόθηκε γρήγορα και στις άλλες γειτονιές.

Το παιχνίδι με τις μπίλιες είναι πολύ παλιό και η προέλευση του χάνεται στα βάθη των αιώνων. Οι πρώτες μπίλιες δεν ήταν γυάλινες, αλλά φτιάχνονταν από πηλό. Στη Φλώρινα οι αγγειοπλάστες κατασκεύαζαν μπίλιες από πηλό και τις έψηναν καλά στα καμίνια. Αυτές τις μπίλιες τις ονόμαζαν «πουπάνια» και ήταν μοναδικές μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Τότε άνοιξαν τα πρώτα εργοστάσια παραγωγής γκαζόζας στην πόλη μας. Τα μπουκάλια της γκαζόζας έκλειναν με μια γυάλινη μπίλια. Όταν έσπανε κανένα μπουκάλι, την μπίλια την έπαιρναν τα παιδιά. Αυτές ήταν οι πρώτες γυάλινες μπίλιες και ονομάστηκαν «γκαζόζες». Και όταν άνοιξαν τα πρώτα συνεργεία αυτοκινήτων, από τα παλιά ρουλεμάν έβγαζαν τις σιδερένιες μπίλιες, που ήταν κατάλληλες για σάλτι στο παιχνίδι «μπας». Μετά το 1950 άρχισαν να εισάγονται οι ιταλικές μπίλιες. Ήταν οι μπίλιες του εμπορίου, γυάλινες και με σχέδια και χρώματα στο εσωτερικό τους.

Πουπάνια και γκαζόζες και μπίλιες, αλλά οι δάσκαλοι στα σχολεία δέχονταν μια και μόνο λέξη, την ελληνική λέξη «βώλος». Μια λέξη που χρησιμοποιούσαν μόνο στο σχολείο. Στην γειτονιά επικρατούσαν οι φράσεις: «Θα παίξομε γκαζόζες;» και αργότερα «Θα παίξουμε μπίλιες;». Μετά την δεκαετία του 1970 δεν ακουγόταν πια αυτές οι φράσεις. Το παιχνίδι με τις μπίλιες είχε περάσει στο παρελθόν.

Πουπάνια πουλούσαν προπολεμικά οι αγγειοπλάστες, αλλά και το μαγαζάκι παιχνιδιών του Καδίκη στην οδό Β. Γεωργίου. Μεταπολεμικά οι μπίλιες πουλιόταν σε μερικά περίπτερα, που τις είχαν σε γυάλινα βάζα. Πουλιόταν όμως και στα καροτσάκια των μικροπωλητών, του Ντάντσιου και του Αράχη, καθώς και στα καταστήματα παιχνιδιών του Κίτσε και του Δάρδα, αμφότεροι στην οδό Αθηνών.

Σήμερα τα παιδιά δεν παίζουν μπίλιες, επειδή δεν υπάρχουν χωματόδρομοι και αλάνες. Αλλά και ο αριθμός των αυτοκινήτων είναι υπερβολικά μεγάλος και τα σταθμευμένα αυτοκίνητα καταλαμβάνουν όλους τους χώρους της πόλης. Έτσι χάθηκε αυτό το παμπάλαιο παιχνίδι με την βαλκανική τοπική ορολογία του, που ήταν φθαρμένες ελληνικές, τούρκικες και σλαβικές συνθηματικές λέξεις.

 

Δημήτρης Μεκάσης