Οι Οίκοι Ανοχής της Φλώρινας από το 1940 και μετά (Μέρος 2ο)

Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

Περίοδος Β΄ παγκοσμίου πολέμου

«50 δραχμές και 5 για την Μπεμπέκα» έλεγαν προπολεμικά συνθηματικά και εννοούσαν επίσκεψη στο πορνείο. Οι 50 δραχμές ήταν για το κορίτσι και οι 5 δραχμές για το προφυλακτικό. Η «Μπεμπέκα» ήταν μάρκα προφυλακτικού που εικόνιζε ένα πρόσωπο με μια μεγάλη στρόγγυλη μύτη  σηκωμένη προς τα πάνω. Ο πόλεμος όμως είχε αρχίσει και τα μπουρδέλα είχαν σχεδόν κλείσει, επειδή όλοι είχαν τις δικές τους αγωνίες. Ούτε η  Όρα η ωραία εβραία με τα ξανθιά μαλλιά προσήλκυε κανέναν, ούτε η Στέλλα ήταν στην επικαιρότητα, επειδή την είχε μαχαιρώσει ο αδελφός της και την τραυμάτισε, κοντά στο ποτάμι στην περιοχή του Φυτωρίου. Ακόμη και η Μαύρη Καλλονή, μια αφρικανή πόρνη από το παλιό μπουρδέλο της οδού Γρεβενών, είχε ξεχαστεί. Ο πόλεμος είχε αλλάξει την ζωή των κατοίκων της πόλης μας.   Κατά την περίοδο της Κατοχής λειτούργησαν τα μπουρδέλα της οδού Αφροδίτης με λίγες πόρνες, οι οποίες εργαζόταν για ένα κομμάτι ψωμί. Η φτώχεια αλλά και η σοβαρότητα των Γερμανών στρατιωτών είχαν ελαττώσει πολύ τις δουλειές τους. Οι Γερμανοί στρατιώτες ήταν πιο αξιοπρεπείς προς τις γυναίκες, σε αντίθεση με τους Γάλλους στρατιώτες στον πρώτο πόλεμο. Το 1944 έφυγαν οι γερμανοί και τα μπουρδέλα πήραν πάλι το προπολεμικό σκηνικό τους. Οι νεαροί, που ζούσαν πάλι την ελευθερία τους, συγκεντρώνονταν σε αυτά, και πολλές παρέες ξεσπούσαν σε φασαρίες. Και τότε ίσχυε ο ίδιος νόμος για τους νεαρούς, όπως και προπολεμικά. Έπρεπε να είναι άνω των 18 ετών για να μπουν στο μπουρδέλο. Οι πιο μικροί όμως κατάφερναν να μπαίνουν από το πίσω παράθυρο, κρυφά. Πολλοί νεαροί συνελήφθησαν από την πολιτοφυλακή των ανταρτών και δικάστηκαν από το λαϊκό δικαστήριο. Οι ποινές όμως μετατράπηκαν σε συμβουλές και κανείς νεαρός δεν καταδικάστηκε για παράνομη είσοδο και απρεπή συμπεριφορά στα πορνεία.

Την περίοδο του εμφυλίου πολέμου στην πόλη μας υπήρχε μεγάλος αριθμός στρατιωτών, γεγονός που αύξησε τον αριθμό των κοριτσιών που εργάζονταν στα δυο πορνεία. Οι Μαντάμες φρόντιζαν να ανανεώνουν και να ενισχύουν την δύναμη των κοριτσιών, διαμέσου των κυκλωμάτων των μεγαλουπόλεων. Έτσι τα μπουρδέλα είχαν γίνει στέκια των φαντάρων,  όπου συνωστίζονταν κάθε βράδυ μετά την ταβέρνα, και η έξοδός τους τελείωνε με την «μπουρδελότσαρκα». Η μάγκικη αυτή λέξη τότε πέρασε στο φλωρινιώτικο λεξιλόγιο και σημαίνει: «περίπατος στα πορνεία», αλλά για να δουν μόνο τις μισόγυμνες πόρνες και να φύγουν.

Παρόλο τον υγειονομικό έλεγχο, πολλά κορίτσια προσβλήθηκαν από αφροδίσια νοσήματα, γεγονός που ανάγκασε τις υγειονομικές υπηρεσίες να ελέγχουν τα κορίτσια κάθε εβδομάδα και να υποβάλλονται υποχρεωτικά σε κολπικές πλύσεις με αντισηπτικά και επαλείψεις με αλοιφές.  Εξαιτίας των φαρμάκων όλες οι πόρνες είχαν μια χαρακτηριστική μυρωδιά, που όχι μόνο δεν προσήλκυε τους πελάτες τους, αλλά απωθούσε και τους διαβάτες στον δρόμο. Τα κορίτσια του πορνείου, όταν δεν εργάζονταν έβγαιναν στο κέντρο της πόλης και ήταν σοβαρές και καλοντυμένες. Δεν ξεχώριζαν από τις άλλες γυναίκες, αλλά οι ίδιες είχαν καθιερώσει την ψηλή γόβα, που το τακούνι τους ήταν περίπου δώδεκα εκατοστά, για να ξεχωρίζουν από τις άλλες, που τότε η μόδα ήθελε το τακούνι της γόβας από πέντε μέχρι οκτώ εκατοστά. Το ψηλό τακούνι παρέμεινε ως χαρακτηριστικό των κοριτσιών των πορνείων και τις επόμενες δυο δεκαετίες μετά τον πόλεμο. Στη συνέχεια όμως ο αριθμός των κοριτσιών ελαττώθηκε στα μπουρδέλα της οδού Αφροδίτης, επειδή και αυτά πέρασαν στους ρυθμούς της ειρηνικής περιόδου.

Μεταπολεμική περίοδος

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 τα πορνεία λειτουργούσαν ακόμη με τον παλιό τρόπο, ο οποίος ίσχυσε στην πόλη μας από την περίοδο του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Δηλαδή ο τρόπος λειτουργίας με τις Μαντάμες, που ήταν οι Διευθύντριες των πορνείων,  οποίες ήταν αυστηρές  και είχαν κάτω από απόλυτο έλεγχο τα κορίτσια, τους αγαπητικούς, αλλά και τους πελάτες. Κανένα κορίτσι δεν είχε το δικαίωμα από τον νόμο να δουλέψει μόνο του ή να ανοίξει πορνείο. Ούτε και η Ροζάνα, που ήταν το ωραιότερο κορίτσι του μπουρδέλου της Μαντάμας Σταυρούλας. Ούτε οι αγαπητικοί είχαν το πάνω χέρι. Η έκφραση «αγαπητικός της Μαντάμας» σημαίνει τον τεμπέλη ερωτιάρη.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 όμως άλλαξε η νομοθεσία περί πορνείων, και έδινε το δικαίωμα σε κάθε πόρνη να διατηρεί δικό της πορνείο. Με την αλλαγή της νομοθεσίας έκλεισαν τα δυο μπουρδέλα της ιστορικής οδού Αφροδίτης, και οι Μαντάμες έφυγαν από την πόλη μας. Τα κορίτσια όμως έμειναν, αφού πια τα πορνεία ανήκαν στις πόρνες και όχι στις Μαντάμες. Τα νέα πορνεία στεγάστηκαν σε ένα μεγάλο και ένα μικρό σπίτι, σε μια ερημική περιοχή με αμπέλια, έξω από την πόλη, στον δρόμο προς το χωριό Πρώτη, κοντά στα δυο στρατόπεδα. Τα δυο αυτά σπίτια έδωσαν την συνθηματική ονομασία: «τα σπιτάκια». Στο μεγάλο σπίτι εργάστηκε για πολλά χρόνια η Δάφνη και άλλα κορίτσια, όπως η Σούλα, η Σώνια και άλλες, ενώ στο μικρό σπίτι εργαζόταν η Ρούλα.

Επίσης στα μέσα της δεκαετίας του 1950 λειτούργησε άλλο ένα πορνείο έξω από την πόλη στον δρόμο προς την Βίγλα. Σε αυτό εργαζόταν δυο πόρνες, αλλά για μικρό χρονικό διάστημα, επειδή αυτό το πορνείο έκλεισε γρήγορα. Την ίδια εποχή εργάστηκε και η Ζωζώ σε ένα γωνιακό σπίτι στο ποτάμι, στην οδό Αφροδίτης. Η Ζωζώ, που για άλλους ήταν Αθηναία και για άλλους Σαλονικιά, είχε ανατολίτικη διακόσμηση στο σπίτι της και εργάστηκε στην πόλη μας μέχρι το 1967.  Επίσης, την ίδια περίοδο, λειτουργούσε και το σπίτι της Έλλης στο ποτάμι, μεταξύ πλατείας Σχολείων και Δημοτικών Σχολείων. Το σπίτι αυτό, στο κέντρο της πόλης, είχε αναμμένη μια κόκκινη λάμπα κάθε βράδυ για να δηλώνει την ύπαρξή του.

Το 1950 περίπου εμφανίστηκε και μια  γυναίκα από την περιοχή μας, την οποία η Μαντάμα Σταυρούλα δεν κατάφερε να μαντρώσει στο μπουρδέλο ούτε με την Αστυνομία. Η γραφική αυτή πόρνη ντυνόταν,  με τοπική ενδυμασία όλο τον χρόνο, εκτός τις ζεστές ημέρες του καλοκαιριού που φορούσε το ροζ τούλινο αυστραλέζικο φόρεμά της. Ως χώρο εργασίας είχε διαλέξει το Γιάζι. Κάθε βράδυ δεχόταν την πελατεία της στα καταφύγια, στα χαλάσματα και στο δασάκι. Ήταν αγαπητή από όλους, χάριν στο πρόσχαρο χαρακτήρα της. Στο δρόμο περπατούσε κουνιστή και στριφογύριζε την τσάντα της ή την αλυσίδα με τα κλειδιά της, πάντα τραγουδώντας και πειράζοντας τους άνδρες. Συχνά φώναζε: «όλους σας μεγάλωσα» και είχε δίκιο. Στην δεκαετία του 1960 ήταν πασίγνωστη και στους γειτονικούς νομούς, και μάλιστα στους ποδοσφαιρικούς αγώνες, οι φίλαθλοι των άλλων ομάδων συνήθιζαν να φωνάζουν συνθήματα εναντίων των Φλωρινιωτών, ότι ήταν απόγονοί της. Το 1968 εκκλησιαστικοί κύκλοι της απαγόρευσαν να εργάζεται στην πόλη μας, και αναγκάστηκε να φύγει στην Κρήτη, και αργότερα στην Αθήνα, όπου έκαμνε πεζοδρόμιο κοντά στην Ομόνοια, ντυμένη πάντα με την τοπική της ενδυμασία. Στην Ομόνοια ήταν γνωστή με το όνομα Ελένη. Η Ελένη από την επαρχία. Με την Μεταπολίτευση η γυναίκα αυτή επέστρεψε στην πόλη μας, και πουλούσε λαχεία για να ζήσει, χωρίς να έχει χάσει το αυθόρμητο γέλιο της και το χιούμορ της. Έτσι πρόσχαρη έμεινε στις αναμνήσεις των Φλωρινιωτών.

Στα χρόνια της Δικτατορίας, οι εκκλησιαστικοί κύκλοι κατάφεραν να κλείσουν τα σπιτάκια έξω από την πόλη, αλλά και αυτά εντός της πόλης, και κάθε φορά που εμφανιζόταν κάποια πόρνη για εργασία είχε να αντιμετωπίσει ισχυρούς παράγοντες, παρόλο που υπήρχαν κάποιες αντιδράσεις. Τότε ήρθε στην πόλη μας η  Λίζα, ένα κορίτσι από την πλατεία Βάθης, με περίσσια κάλλη, που η φήμη της έφτασε μέχρι τα χωριά της περιοχής. Η Λίζα εργάστηκε μερικούς μήνες σε ένα σπίτι στην οδό Αφροδίτης, και απεχώρησε εξαιτίας των πιέσεων που δέχτηκε από τους εκκλησιαστικούς παράγοντες. Αυτό ήταν και το τελευταίο πορνείο που άφησε αναμνήσεις, επειδή μετά το 1970, όσες πόρνες ήρθαν για εργασία δεν στέριωναν στην πόλη μας.

 

Τα Ξενοδοχεία

Εκτός τα πορνεία, υπήρχαν και μερικά ξενοδοχεία, που είχαν κοινές γυναίκες, οι οποίες έμεναν σε αυτά και δεχόταν εκεί τους πελάτες τους. Οι πόρνες των ξενοδοχείων ήταν για όσους, εξ αιτίας της κοινωνικής θέσης τους, δεν μπορούσαν να επισκεφτούν τα μπουρδέλα. Ο σύνδεσμος της πόρνης και του πελάτη ήταν ο ξενοδόχος, ο οποίος φρόντιζε κρυφά να περάσει τον πελάτη στο ερωτικό δωμάτιο και να κρατήσει την ανωνυμία του. Οι πόρνες των ξενοδοχείων ήταν καλοπληρωμένες πόρνες, ωραιότερες από αυτές των πορνείων, και πελάτες τους οι σοβαροί κύριοι, οι οποίοι για κάποιους λόγους, αναζητούσαν ερωτικό σύντροφο με πληρωμή. Τέτοια ξενοδοχεία ήταν το «Διεθνές», που από την περίοδο του Μεσοπολέμου και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, φιλοξενούσε πόρνες πολυτελείας, καθώς και το ξενοδοχείο «Ομόνοια» στην κεντρική πλατεία, το οποίο έκλεισε στο τέλος της δεκαετία του 1960.

 

Οι αδήλωτες

Ταυτόχρονα με την ύπαρξη των πορνείων και ορισμένων ξενοδοχείων, όπου οι πόρνες ήταν δηλωμένες στην αστυνομία και ελεγχόταν από την υγειονομική υπηρεσία, υπήρχαν πάντα κάποιες γυναίκες, που είτε από φτώχεια είτε άλλους παράγοντες, εξασκούσαν αυτό το επάγγελμα κρυφά και με συγκεκριμένους πελάτες. Αυτές οι αδήλωτες γυναίκες, που άλλες φορές στα βρώμικα δωμάτια των πανδοχείων και άλλες φορές στα σπίτια τους δεχόταν τους πελάτες τους, ποτέ δεν δήλωναν πόρνες, αλλά πάντα ερωμένες. Η αμοιβή τους όμως ήταν προκαθορισμένη, και βασικός σκοπός τους.

Οι αδήλωτες γυναίκες δεν ήταν πολλές. Πολλές όμως είναι οι ιστορίες που ακούστηκαν κατά καιρούς, σχετικά με το πως έτρωγαν τα χρήματα των γερασμένων πελατών τους και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις κατάφερναν να αποσπάσουν όλες τις οικονομίες των γέρων, σε μια εποχή, που δεν υπήρχαν συντάξεις. Ακόμη και οικογένειες διαλύθηκαν και ξεμωραμένοι γέροι, έσπασαν τα δεσμά του γάμου τους, και φυσικά κατέθεσαν όλες τις οικονομίες τους στις καλοφτιαγμένες αυτές αδήλωτες γυναίκες.

Οι περιπτώσεις είναι πολλές, θα αναφερθούμε όμως σε μια, την περίπτωση της Λένκας. Αυτή ήταν από ένα χωριό της περιοχής και κατάφερε να «διπλαρώσει» έναν φούρναρη με πολλά χρήματα. Η Λένκα κατάφερε να του αποσπάσει 500 χρυσές λίρες. Κάποτε ο φούρναρης ξεζαλίστηκε από το ερωτικό πάθος του και η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια. Ο φούρναρης  έδειξε τα γεννητικά του όργανα στους δικαστές και τους είπε εξ αιτίας αυτών έπαθα ότι έπαθα από αυτήν την γυναίκα. Το δικαστήριο αποφάνθηκε και ο φούρναρης πήρε τις λίρες του  πίσω.

Με την πάροδο όμως του χρόνου και με την αλλαγή του τρόπου ζωής, ο εμπορικός έρωτας αυτού του τύπου εξαφανίστηκε, επειδή σε μια ανοιχτή κοινωνία οι σχέσεις των ανθρώπων είναι πιο ελεύθερες.

 

Η παρακμή των Πορνείων

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 τα πορνεία της πόλης μας πέρασαν κρίση, και αναγκάστηκαν να κλείσουν και από τότε δεν ξανάνοιξαν. Φαινομενικά ο ισχυρότερος παράγοντας πίεσης για να κλείσουν τα πορνεία ήταν ο  Μητροπολίτης Αυγουστίνος, ο οποίος για το θέμα αυτό ήρθε σε σύγκρουση με τις πολιτικές αρχές, οι οποίες ήθελαν να μείνουν τα πορνεία, επειδή στην πόλη μας υπήρχε μεγάλος αριθμός στρατιωτών. Οι αγώνες του Μητροπολίτη όμως δεν ήταν ο βασικός παράγοντας της εξάλειψης του εμπορικού έρωτα, επειδή η κακή εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων είχε ως συνέπεια ο στρατός να μεταφερθεί στα ανατολικά σύνορα, με αποτέλεσμα να εκλείψει ένας μεγάλος αριθμός πελατών των πορνείων. Ο βασικότερος παράγοντας όμως ήταν η «Σεξουαλική επανάσταση των νέων», που άρχισε στην Αμερική και την Ευρώπη στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Το κίνημα αυτό των νέων, άλλαξε τα ήθη και τα έθιμα, χτύπησε τον συντηρητισμό, και επέβαλε, ως μοντέρνο, τις ελεύθερες σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ των νέων, χωρίς περιορισμούς και φραγμούς. Το κίνημα των νέων άρχισε από τα πανεπιστήμια και πέρασε και στα γυμνάσια, αλλάζοντας έτσι την νοοτροπία και σε μικρότερες ηλικίες. Στην Ελλάδα η σεξουαλική επανάσταση φάνηκε μετά την Μεταπολίτευση του 1974, και στο τέλος της δεκαετίας του 1970 είχε γίνει τρόπος ζωής. Η ελευθερία που πήγαζε από την Δημοκρατία, καθώς και τα μηνύματα των ελεύθερων σχέσεων των νέων, έγιναν αισθητά και στην πόλη μας, καθώς και στα χωριά της περιοχής. Οι σεξουαλικές σχέσεις για τους περισσότερους άρχιζαν στην εφηβεία, γεγονός που έφερε σε σύγκρουση τους νέους με τους συντηρητικούς γονείς τους. Τίποτε όμως δεν σταμάτησε την ροή των νέων στην αλλαγή της συντηρητικής νοοτροπίας, μέχρι που οι γεροντότεροι κατέληξαν στην φράση: «έτσι είναι οι νέοι τώρα» που δήλωνε την αποδοχή του νέου τρόπου ζωής των νέων σε σχέση με την παραδοσιακή ηθική. Η σεξουαλική επανάσταση χάθηκε άδοξα με την εμφάνιση του AIDS.

Οι τρεις παραπάνω παράγοντες ήταν αυτοί που έφεραν το τέλος των πορνείων, με αποτέλεσμα να σβήσουν οι κόκκινες λάμπες των απόμερων σπιτιών στις άκρες της πόλης μας.

Τα παραδοσιακά πορνεία έκλεισαν. Η πορνεία όμως συνέχισε να υπάρχει με άλλες μορφές. Ήταν το τράφικινγκ της δεκαετίας του 1990, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, που δια της βίας έφερναν κορίτσια από τις ανατολικές χώρες, για να εργαστούν ως πόρνες, παρά την θέλησή τους. Και όταν το τράφικινγκ εξουδετερώθηκε εμφανίστηκαν  τα κορίτσια από τις ανατολικές χώρες,  που έρχονται με την θέλησή τους, για να πορνεύονται, αφού τα χρήματα που κερδίζουν είναι πολλά. Το αρχαιότερο επάγγελμα όχι μόνο δεν χάθηκε, αλλά ζει και βασιλεύει.

 

Δημήτρης Μεκάσης