Προσκοπική κατασκήνωση στην Χαλκιδική, έτος 1967 – Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

Ο αρχηγός της κατασκήνωσης Φώτης Τσαρούχας έτοιμος για αναφορά (Μάλτεπε – Καλλιθέα Χαλκιδικής, καλοκαίρι 1967)

Ο δρόμος στην Χαλκιδική ήταν φρεσκο-φτιαγμένος. Χωματόδρομος χωρίς άσφαλτο. Η Μ.Ο.Μ.Α. δούλευε πιο κάτω. Ερημιά. Το λεωφορείο με τους προσκόπους πήγαινε σιγά και πίσω ακολουθούσε το φορτηγό με τις σκηνές και τα τρόφιμα. Σταμάτησε  στο Μάλτεπε, ένα χωριουδάκι που σήμερα ονομάζεται Καλλιθέα στο πρώτο πόδι, την Κασσάνδρα. Άδειο το χωριό. Οι χωρικοί ήταν στα χωράφια και άλλες δουλειές. Παιδιά στους δρόμους δεν υπήρχαν. Αυτά βοηθούσαν τους γονείς τους στις αγροτικές δουλειές.

Ένα παραθαλάσσιο λιβάδι ήταν ο χώρος που θα κατασκήνωναν. Ξεφόρτωσαν τις σκηνές και τα τρόφιμα. Το φορτηγό και το λεωφορείο έφυγαν για την Φλώρινα και οι πρόσκοποι άρχισαν να δουλεύουν. Έστησαν τις σκηνές και άνοιξαν τα κρεβάτια εκστρατείας. Η πρώτη μέρα είχε περάσει, όταν άρχισε να πέφτει το σκοτάδι. Η θαλασσινή αύρα έφερε γλυκούς ύπνους στους κουρασμένους προσκόπους.

Την άλλη ημέρα το πρωί και κάθε ημέρα γινόταν έπαρση της σημαίας, αναφορά και αμέσως μετά το πρωινό τους που ήταν τσάι ή γάλα και ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα. Μετά από κάποιες δραστηριότητες ερχόταν η ώρα του μπάνιου. Μπάνιο στην θάλασσα. Τα περισσότερα Φλωρινιωτόπουλα δεν είχαν δει θάλασσα στην ζωή τους. Πόσο μάλλον να κάνουν μπάνιο σε αυτήν. Όλοι έπρεπε να έχουν μαγιό και όσοι δεν είχαν με το σώβρακο. Κάνεις δεν υπήρχε στην παραλία εκτός από τους προσκόπους. Ποιος θα τους έβλεπε με τα σώβρακα; Χαρά μεγάλη το μπάνιο, όμως ήταν λίγοι αυτοί που ήξεραν να κολυμπούν. Αυτοί μάθαιναν τους άλλους και έτσι όλοι άρχισαν να επιπλέουν να κάνουν μακροβούτια και να χαίρονται την θάλασσα. Δεν την φοβόταν, αλλά την σεβόταν. Εξ άλλου οι μεγάλοι που ήξεραν να κολυμπούν έκαμναν τοίχο, ώστε κανείς να μην πηγαίνει στα βαθιά.

Ο καλοκαιρινός ήλιος έκαιγε τις πλάτες των προσκόπων. Κοκκίνιζαν και μετά τα χειρότερα. Ένα βράδυ έναν πολύ ηλιοκαμένο τον θεράπευσαν με γιαούρτι. Τότε αλοιφές δεν υπήρχαν εκτός της NIVEA. Πολυτέλεια. Μόνο οι μεγαλύτεροι είχαν κανένα κουτάκι, που το φύλαγαν για τους εαυτούς τους. Αντηλιακά δεν υπήρχαν. Οι πρόσκοποι φορούσαν τα μπλουζάκια τους για να προστατευτούν από τις δυνατές ακτίνες του ήλιου. Τα παγούρια τους ήταν γεμάτα με νερό. Αν ήταν κρύο ήταν μεγάλη απόλαυση.

Το μεσημέρι ο αρχηγός της κατασκήνωσης, ο Φώτης Τσαρούχας, γεωπόνος, έδινε διαταγή στον υπαρχηγό να σφυρίξει παρατεταμένα  με την σφυρίχτρα, που σήμαινε συγκέντρωση για φαγητό. Όλοι οι πρόσκοποι έτρεχαν με τις καραβάνες στα χέρια κατά ενωμοτίες. Φαγητό από το καζάνι. Απλά φαγητά. Φασόλια, φακές, μακαρόνια κλπ. Αλλά ήταν τόσο νόστιμα που όλοι έτρεχαν για να πάρουν μια δεύτερη μερίδα από το περίσσεμα. Τέλος η ενωμοτία που ήταν υπηρεσία έπλενε το καζάνι στην θάλασσα και το έτριβε με άμμο. Καμία διαμαρτυρία, αφού δεν υπήρχε κανείς στην παραλία. Υπήρχε μόνο ένα  λαϊκό εστιατόριο  το ΜΕΤΟΧΙ αρκετά μακριά από την κατασκήνωση.

Το απόγευμα οι πρόσκοποι φορούσαν τις στολές τους.  Είχαν έξοδο στο χωρίο, το Μάλτεπε που σήμερα ονομάζεται Καλλιθέα. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε το χωρίο. Στο μοναδικό μπακάλικο του Πόπη έκαιγε μια λάμπα λουξ, και οι γκαζόζες κρύωναν σε ένα κουβά με νερό από το πηγάδι. Στην κατασκήνωση γύριζαν νωρίς, πριν βραδιάσει επειδή δεν υπήρχε φωτισμός. Ένα απόγευμα παρακολούθησαν και χορούς στην πλατεία, επειδή γιόρταζε το χωριό και οι χωρικοί έκαναν πανηγύρι.

Έτσι όμορφα κυλούσαν οι ζεστές καλοκαιρινές ημέρες δίπλα στην θάλασσα, μέχρι που τελείωνε η περίοδος της κατασκήνωσης. Το τελευταίο βράδυ άναβαν οι πρόσκοποι μια μεγάλη φωτιά, την πυρά, που έλεγαν και τραγουδούσαν γύρω από αυτήν και έπαιζαν διάφορα αστεία σκετς. Τέλος τραγουδούσαν το τραγούδι της πυράς: «Θυμήσου όπου πας στιγμές χαρά μαζί με εμάς στον κύκλο της πυράς…». Έτσι έπεφτε  η αυλαία της κατασκήνωσης. Πριν τον ύπνο, προσευχή και μετά το τραγούδι: «Ο  ήλιος πάει, η μέρα πάει στα βουνά πέφτει η νύχτα βαθειά…»

Την άλλη ημέρα το λεωφορείο και το φορτηγό έφταναν στην κατασκήνωση και άρχιζε η επιστροφή. Οι πρόσκοποι τραγουδούσαν: «Πάλι θα φύγουμε να βρούμε την χαρά εκεί δεν βρίσκεται ανθρώπου πατησιά…» και άφηναν πίσω τους το ήσυχο χωριουδάκι, το Μάλτεπε.

Οι βουνίσιοι πρόσκοποι χάρηκαν την θάλασσα και την προσκοπική ζωή και διηγούταν ιστορίες όλο τον χρόνο. Αξέχαστες προσκοπικές κατασκηνώσεις στην θάλασσα.

Δημήτρης Μεκάσης