Απάντηση του Εργατικού Κέντρου στην εισήγηση του Βουλευτή Γιάννη Αντωνιάδη για το νέο εργασιακό

Από την πρώτη στιγμή που τέθηκε σε διαβούλευση το ψηφισθέν πλέον σχέδιο νόμου για το νέο εργασιακό πλαίσιο, καλέσαμε τους βουλευτές του νομού μας να καταψηφίσουν τις διατάξεις εκείνες που αποδυναμώνουν τους εργαζόμενους.

Ο κυβερνητικός βουλευτής όμως όχι μόνο υπερψήφισε τον νόμο αλλά υπερθεμάτισε υπέρ των ευνοϊκών διατάξεων αυτού σχετικά με την επί της ουσίας κατάργηση του οχταώρου. Αναφέρει στην ομιλία του επί λέξει: «Θέλω να σταθώ σε κάποια από αυτά τα οποία είναι πολύ σημαντικά και βεβαίως να ξεκινήσω από το οκτάωρο, για το οποίο ακούστηκε πως καταργείται. Όπως αναφέρουν οι ειδικοί της εργατικής νομοθεσίας, το οκτάωρο είναι κατοχυρωμένο σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν είναι νοητή η κατάργησή του σε οποιαδήποτε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Πρέπει να εξηγήσουμε όμως πως ακριβώς έχουν τα πράγματα σε σχέση με την υποτιθέμενη διευθέτηση του χρόνου εργασίας:

Το ιδιαίτερα κρίσιμο στοιχείο της προωθούμενης ρύθμισης είναι το γεγονός ότι η διευθέτηση του χρόνου εργασίας θα μπορεί πλέον να εφαρμόζεται με συμφωνία εργοδότη -εργαζόμενου. Δηλαδή ο ουσιώδης όρος που αφορά στο χρόνο εργασίας θα μπορεί να ρυθμίζεται πλέον όχι με συλλογική, αλλά με  ατομική σύμβαση εργασίας, όπου ο εργοδότης είναι κυρίαρχος. Με τον νέο νόμο η εφαρμογή του συστήματος διευθέτησης θα ανήκει πλέον ουσιαστικά στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότηΈτσι, μετά την ψήφιση του νόμου παρέχεται ένα ακόμη εργαλείο για την περαιτέρω ελαστικοποίηση της εργασίας και την αποφυγή πληρωμής υπερεργασίας και υπερωριών. Η τυχόν απαιτούμενη αίτηση του εργαζόμενου δεν έχει καμιά αξία, δεδομένου ότι, λόγω της υπάρχουσας εγγενούς ανισότητας στη σχέση εργαζόμενου – εργοδότη, σε καμιά περίπτωση, ιδίως στις παρούσες συνθήκες επισφάλειας, ο εργαζόμενος δεν θα μπορέσει εύκολα να αρνηθεί την πρόταση του εργοδότη να υποβάλει αίτημα διευθέτησης του χρόνου εργασίας, αφού στο επίπεδο αυτό -και μάλιστα χωρίς τη μεσολάβηση συνδικαλιστικής οργάνωσης- ο εργοδότης είναι κυρίαρχος και θα μπορεί να επιβάλει τη θέλησή του στον εργαζόμενο.

Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και σε κανονικές συνθήκες, η απαιτούμενη αίτηση  των εργαζομένων (για διευθέτηση), συνηθέστατα δεν θα είναι προϊόν ελεύθερης βούλησης, αλλά εξαναγκασμένη ενέργεια, λόγω της υπάρχουσας σχέσης εξάρτησης από τον εργοδότη ή των απειλών (απόλυσης, βλαπτικής μεταβολής κλπ) που τη συνοδεύουν.

Η προϋπόθεση που θέτει η διάταξη, της μη ύπαρξης συνδικαλιστικής οργάνωσης ή μη επίτευξης συμφωνίας μεταξύ συνδικαλιστικής οργάνωσης και εργοδότη, προκειμένου να συμφωνηθεί η διευθέτηση ατομικά με τον εργαζόμενο, δεν μεταβάλει τα πράγματα, δεδομένου ότι στην Ελλάδα ποσοστό περίπου 99,9 % των  επιχειρήσεων είναι  μικρο-μεσαίες (ΜμΕ),  όπου λόγω του μικρού αριθμού εργαζομένων δεν υπάρχουν σωματεία.

Με τον τρόπο αυτό η ρύθμιση του χρόνου εργασίας και η καταστρατήγησή του έρχεται στα χέρια του εργοδότη, ο οποίος θα μπορεί να προχωρά κατά το δοκούν σε διευθετήσεις . Είναι φανερό ότι η προωθούμενη ρύθμιση ανατρέπει αναγκαστικούς κανόνες του εσωτερικού δικαίου που κατοχυρώνουν το οκτάωρο και έρχεται σε αντίθεση και με το κοινοτικό δίκαιο.

Δυστυχώς με τον νόμο που ψήφισε η κυβέρνηση:

Παρακάμπτονται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, παραβιάζεται η συλλογική αυτονομία τους και πλήττεται η συνδικαλιστική δράση και λειτουργία τους.

Πλήττεται  η συνδικαλιστική ελευθερία.

Δεν θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.

Θα επέλθει μείωση των αποδοχών των εργαζομένων, μέσω μη πληρωμής της επιπλέον εργασίας τους , κατά τις περιόδους αυξημένης απασχόλησης.

Με την αποδυνάμωση της Επιθεώρησης Εργασίας και την απουσία ή δυσχέρεια ελέγχων, υπάρχουν φόβοι ότι το μέτρο θα οδηγήσει, στην πραγματικότητα, σε παραβίαση των ορίων της επιτρεπόμενης ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης και θα καταστρατηγήσει το 8ωρο.

Εμείς, ως εργατικό κίνημα, οφείλουμε να αναδείξουμε τις καταστροφικές συνέπειες του άρτι ψηφισθέντος εργασιακού νόμου. Μπροστά στις τεράστιες αρνητικές του συνέπειες, καμία θετική διάταξη δεν μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος των εργαζομένων.  Η λογική ερμηνεία του νόμου οδηγεί στα ανωτέρω συμπεράσματα τα οποία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει και πρέπει να τα έχουμε όλοι υπόψη μας αν θέλουμε να σεβόμαστε τους εργαζόμενους αυτού του τόπου.

ΤΟ ΔΣ ΤΟΥ ΕΚΦ