Η παρουσίαση του βιβλίου «Θεοδοσία. Η οδύσσεια μιας γυναίκας στη διάρκεια ενός ταραχώδους αιώνα»

Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε την Τετάρτη 22 Ιουνίου στην Ταράτσα του ξενοδοχείου Λύγκος από το βιβλιοπωλείο «Η Γωνιά» και τις Εκδόσεις Λιβάνη.

Πρόκειται για ένα βιβλίο βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, που εν μέρει περιγράφουν μέρος και άγνωστες πτυχές της ιστορίας της Φλώρινας και είναι σίγουρο πως έχει να μας διδάξει πολλά.

Η παρουσίαση έγινε από την κα Σοφία Ηλιάδου Τάχου, Καθηγήτρια Νέας Ελληνικής Ιστορίας και Ιστορίας της Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.

Ο συγγραφέας, παίρνοντας το λόγο στη συνέχεια, συνεπήρε το κοινό με τα λόγια του, αλλά και το πλούσιο φωτογραφικό υλικό που παρουσίασε. Ο Θεόδωρος Μόδης είναι εγγονός του εθνομάρτυρα Θεόδωρου Μόδη, που υπήρξε το πρώτο θύμα των Βουλγάρων κατά τον Μακεδονικό Αγώνα στο Μοναστήρι. Είναι γιος της Θεοδοσίας Παναγιωτίδου -Μόδη και του δικηγόρου, συγγραφέα  και πολιτευτή Γεωργίου Θ. Μόδη.

Την εκδήλωση χαιρέτησε η αντιδήμαρχος Φλώρινας Σοφία Φουδούλη, ενώ παρών ήταν και ο αντιπεριφερειάρχης Φλώρινας Σωτήρης Βόσδου.

Η ομιλία της Σ. Ηλάδου-Τάχου, Καθηγήτριας Νέας Ελληνικής Ιστορίας και Ιστορίας της Εκπαίδευσης, Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα Θεόδωρο Μόδη

Γεννήθηκε στη Φλώρινα, το 1943. Μητέρα του ήταν η Θεοδοσία Παναγιωτίδου-Μόδη και πατέρας του ο Γεώργιος Θ. Μόδης, γιος  του εθνομάρτυρα Θεόδωρου Μόδη και της Παρασκευής Μόδη. Σπούδασε με υποτροφία ηλεκτρολόγος Μηχανικός και στη συνέχεια φυσικός, στο πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης. Εργάστηκε 15 χρόνια ως ερευνητής στο εργαστήριο Brookhaven των ΗΠΑ και CERN της Ελβετίας. Το 1994 ίδρυσε δική του συμβουλευτική εταιρεία και δίδαξε σε ευρωπαϊκά και αμερικανικά πανεπιστήμια. Έχει συγγράψει περισσότερα από 10 άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, ενώ στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τα άρθρα του: α) «Προσεγγίζοντας επιστημονικά τα προμηνύματα του αύριο». (Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης) β) «Δαμάζοντας την αβεβαιότητα» (Παπασωτηρίου, 2000). Ο Θ. Μόδης ζει σήμερα στο Λουγκάνο της Ελβετίας.

 

παρουσιαση του βιβλιου «θεοδοσια»

Η Θεοδοσία έζησε στην ελληνική συνοικία της Πόλης Ξυλόπορτα, ή αλλιώς Λότζα,

«σε ένα άσπρο δίπατο σπίτι με πολλές ακακίες γύρω γύρω, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, δίπλα στο δημοτικό σχολείο….»

(Θ.  Μόδης, «Θεοδοσία», σ. 24-25).

Η περιοχή Ξυλόπορτα βρίσκεται κατά μήκος των θαλάσσιων τειχών, κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών, μεταξύ των πυλών των Βλαχερνών και του Κυνηγού

Η πρώτη μου πνευματική γνωριμία με την Θεοδοσία και τον σύζυγό της Γεώργο Θ. Μόδη έγινε πολλά χρόνια πριν, όταν, στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού του πανεπιστημίου, έπεσα πάνω σε δημοσιεύματα της εφημερίδας ο «Έλεγχος», προ του 1930,  που ξεδίπλωναν μια από τις πολυθρύλητες αντιδικίες, που σοβούσαν στην φλωρινιώτικη κοινωνία της περιόδου 1929-1930. Αναφέρομαι  στη διαμάχη ανάμεσα στον Διευθυντή του Διδασκαλείου Γαρδίκα και στον Υποδιευθυντή του ίδιου Διδασκαλείου, τον Θεόδωρο Κάστανο. Η διαμάχη που είχε διαστάσεις ιδεολογικές, κοινωνικές, παιδαγωγικές, απηχούσε τον μικρόκοσμο της κοινωνίας της πόλης,  αλλά αντανακλούσε και τις διαμάχες των αντιμαχόμενων ελίτ στην Ευρώπη και στην Αθήνα, για την αναπαραγωγή της κοινωνίας, μέσα από τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς. Σημεία αναφοράς της σύγκρουσης ήταν η μέθοδος διδασκαλίας, η γλώσσα της εκπαίδευσης, το πρόγραμμα σπουδών.

Σε αυτή τη διαμάχη, ο Θεόδωρος Κάστανος εκπροσωπούσε το «Νέο Σχολείο» και τις αρχές του, πρεσβεύοντας την επιλογή της δημοτικής ως εκπαιδευτικής γλώσσας και την αυτόνομη εργασία των μαθητών, με συντονιστή τον δάσκαλο. Με ιδιαίτερη χαρά διέκρινα ανάμεσα στους άντρες υπερασπιστές του «Σχολείου Εργασίας»,  δηλαδή τους Αν Αραμπατζόγλου, Χρ. Παπαχριστόπουλο, Ν. Γεωργιάδη, Κ. Κωτσοκάλη, Χ. Βενιζέλο και τα ονόματα δύο εκπροσώπων του «ασθενούς» φύλου, τις δασκάλες Ελένη Κάλφογλου και Θεοδοσία Παναγιωτίδου-Μόδη.  Η Θεοδοσία Παναγιωτίδου-Μόδη μάλιστα με είχε εκπλήξει από τότε,  για τις πρωτοπόρες παιδαγωγικές της αντιλήψεις. Τι ακριβώς με προσέλκυε στην προσωπικότητα της Θεοδοσίας, όπως αυτή αναδυόταν μέσα από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων του μεσοπολέμου; Πάνω από όλα η ανεξαρτησία της από τις συμβάσεις που ήθελαν τη γυναίκα να μην έχει άποψη για την κοινωνία, για τον επαγγελματικό της ρόλο, για την ζωή. Και πάνω από όλα,  ο  προοδευτισμός της, που δεν υπαγορευόταν από την ανάγκη για την όποια «αίρεση», αλλά από την αντίληψη «του ανήκειν» σε μια ελίτ, που αποσκοπούσε στην αλλαγή της κοινωνίας, μέσα από την εκπαίδευση.

Η επιλογή του γυναικείου προτύπου για το μυθιστόρημα του Θ. Μόδη θα μπορούσε να αποδοθεί στην εξαιρετική και μοναδική για τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα της μικρής κοινωνίας της Φλώρινας δυνατότητα της Θεοδοσίας από τη μια να λειτουργεί μεν με βάση την έμφυλη ταυτότητά της, άλλοτε ως πόλος ερωτικής έλξης και άλλοτε ως ερωτικό υποκείμενο, και από την άλλη να ανασημασιοδοτεί ό,τι ορίζουμε ως «κοινωνικό φύλο», ανατρέποντας στην ουσία τις στερεοτυπικές κυρίαρχες έμφυλες ταυτότητες. Ειδικότερα, οι συμβάσεις που πέτυχε να θέσει σε αμφισβήτηση ήταν πρώτα από όλα  η έννοια της «καθεστηκυίας τάξης», η οποία διέκρινε τις συμπεριφορές σε «ηθικά αποδεκτές» και μη «ηθικά αποδεκτές» και επέβαλε κανόνες προσέγγισης του άλλου φύλου που αναπαρήγαγαν την κοινωνία, μέσα από τα «μυστικά και αφανή» δίκτυα επικοινωνίας, τα οποία  ελέγχονταν από την «γυναικεία γερουσία»,  της άρχουσας κοινωνικής ομάδας.

Η συντήρηση της καθεστηκυίας τάξης διασφάλιζε από τις ανατροπές της ισχύος των δικτύων εξουσίας, ή των κοινωνικών-ταξικών  ιεραρχήσεων. Η Θεοδοσία όμως είχε μια έντονη ερωτική σχέση με τον μετέπειτα σύζυγό της, αν και αυτός ανήκε σε μα άλλη κοινωνική τάξη και τον παντρεύτηκε, θρυμματίζοντας το αμετακίνητο οικοδόμημα της προ-νεωτερικής κοινωνίας της Φλώρινας, έκφραση του οποίου γίνεται στο μυθιστόρημα, αλλά και στη ζωή, η γιαγιά Παρασκευή. Ως σύζυγος Μακεδονομάχου ήρωα και ως αρχόντισσα, θεωρούσε  πρωταρχικό της καθήκον να ασκήσει την εξουσία της πάνω στον γιο της, υπηρετώντας τους «αξιακούς κώδικες» της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκε. Σε αυτούς δεν συμπεριλαμβανόταν  ένας γάμος με μια προσφυγοπούλα, αλλά ένας γάμος με την όμορφη Αθηλα θυγατέρα του Δημάρχου Τέγου Σαπουντζή, το σπίτι του οποίου σώζεται ακόμα ευτυχώς σταριστερή όχθη του Βαροσίου. . Και «ανέκρουσε  πρύμναν», μόνο όταν ένιωσε να την αποτάσσουν από «τον θρόνο» της, οι εκπρόσωπο της τοπικής εκκλησίας.  Ακόμα, πρέπει να σημειωθεί ότι η γιαγιά Παρασκευή μετέβαλε  την συμπεριφορά της απέναντι στη νύφη της, όταν εκείνη   γέννησε τον Θεόδωρο, τον τωρινό συγγραφέα, επειδή η γέννησή του αντιμετωπίστηκε από την ίδια ως «θαυμαστή  εξέλιξη» και ως ένα είδος «αναβίωσης» του συζύγου της Θεόδωρου. Και κυρίως, επειδή η εγκατάσταση της Θεοδοσίας στο αρχοντικό της, σήμαινε πως δεν θα τις επέτασσαν οι κατοχικές δυνάμεις το σπίτι της, στο οποίο θα υπήρχαν πολλά άδεια δωμάτια . Ευτυχώς, στο τέλος του βίου, η γιαγιά Παρασκευή  αναγνώρισε επιτέλους  στη νύφη της, την αξία της. Και επομένως αναδείχτηκε σε πρότυπο της μετάβασης της κοινωνίας της Φλώρινας, από την εποχή της προ-νεωτερικότητας στην εποχή της νεωτερικότητας.

Οι στρεβλώσεις όμως περί μη «ηθικού βίου» σε βάρος της Θεοδοσίας δεν περιορίστηκαν στην συμπεριφορά της γιαγιάς Παρασκευής. Συνεχίστηκαν στην επαγγελματική της ζωή, με εκφραστή τον Διευθυντή του Διδασκαλείου Γαρδίκα και εξέφραζαν, στο πλαίσιο ενός ατελέσφορου κοινωνικού πουριτανισμού, ένα εκπαιδευτικό σύστημα που αρνούνταν τον εκσυγχρονισμό, και εθελοτυφλούσε, αναπαράγοντας, τόσο στις ανθρώπινες σχέσεις,  όσο και στην πολιτική ιδεολογία αρνητικά στερεότυπα. Εντούτοις, η Θεοδοσία ήταν ένα ηθικό άτομο, με ευσυνειδησία, εδραιωμένη θέληση και όραμα ζωής, από τις καλύτερες δασκάλες και μητέρες και συζύγους της εποχής της. Οι επαναστάσεις της ήταν πολλές,  αν και μικρές και καθημερινές. Ωστόσο ήταν ουσιαστικές. Και είχαν το τίμημά τους. Για παράδειγμα, η  αμφισβήτηση της «συντηρητικής παιδαγωγικής» του Γαρδίκα και η πρόκριση της «προοδευτικής παιδαγωγικής» του Κάστανου,  ήταν  μια γενναία πράξη που την έφερνε σε σύγκρουση με κατεστημένα συμφέροντα. Ο Διευθυντής του Διδασκαλείου ο Γαρδίκας την τιμώρησε για τις επιλογές της, μεταθέτοντάς την σε ακριτικές κοινότητες, στις οποίες η Θεοδοσία μετανάστευε, στην ουσία μαζί με τον μετακινούμενο διαρκώς ερωτικό της σύντροφο και άφηνε εποχή με την δουλειά της ως δασκάλας.  Εξάλλου, ο  εκπαιδευτικός δημοτικισμός, ήταν σε εκείνη την συγκυρία, ένα κίνημα με κοινωνικές και εθνικές διαστάσεις,  ενώ η Θεοδοσία ήταν η ενσάρκωσή του στη Φλώρινα.

Πάνω από όλα όμως, η «Θεοδοσία» του Θ. Μόδη  είναι ένα «ερωτικό μυθιστόρημα», διανθισμένο με ερωτική αλληλογραφία, τρυφερούς προσωπικούς διαλόγους, ήπιες ερωτικές συνευρέσεις, λυρικές εκφράσεις, με αστικό ήθος και ευγένεια, και οπωσδήποτε με  χαμηλών τόνων συναισθηματικές εξάρσεις. Γιατί ο  έρωτας της Θεοδοσίας, με τον μετέπειτα σύζυγό της, δεν είχε πολλά σκαμπανεβάσματα, ή τουλάχιστον ο συγγραφέας δεν εστιάζει σε σκηνές παράφορου πάθους, με έντονες αντιπαλότητες ή αντεγκλήσεις. Έχει όλα τα στοιχεία του πόθου, λειτουργεί υπαινικτικά περισσότερο, υποβάλλει, δημιουργεί κλίμα σιγουριάς και συνετής διαχείρισης των όποιων τριβών. Συγκινεί ο συναισθηματισμός, ο ρομαντισμός και η λυρική έκφραση του Γιώργου, όπως την αποτυπώνει ο Θ. Μόδης. Οπωσδήποτε όμως ο συγγραφέας δεν κάνει καμία προσπάθεια εξωραϊσμού του συγκεκριμένου έρωτα. Τον εκλαμβάνει σε όλες του τις διαστάσεις και για αυτό τον εκτοξεύει συγκινησιακά.

Ο Γεώργιος Θ. Μόδης  ( ή Γεώργιος «Θυμώδης») είναι ένας εξίσου βασικός χαρακτήρας του έργου. Ο Γεώργιος Θ. Μόδης ήταν  γιος του εθνομάρτυρα Θεόδωρου  και της Παρασκευής και εξάδελφος του Γεωργίου Μόδη του Χρήστου (ή Γεωργίου «Χυμώδη»), Φιλελεύθερου βουλευτή Φλώρινας και Υπουργού. Από την άποψη αυτή, ανήκε στα «πολιτικά τζάκια» της Φλώρινας.  Ο Γεώργιος Θ.Μόδης,  στο μυθιστόρημα, κουβαλάει τη μνήμη μιας οικογενειακής τραγωδίας, αυτής της δολοφονίας του πατέρα του Θεόδωρου. Πραγματικά, στις 4 Σεπτεμβρίου 1902 Βούλγαροι κομιτατζήδες δολοφόνησαν τον Θεόδωρο Μόδη στο Μοναστήρι, ο οποίος ήταν η κεφαλή του «ελληνικού κομιτάτου». Κατόπιν τούτου, η σύζυγός του, Παρασκευή Μόδη, ανέλαβε δράση υπέρ των ελληνικών σωμάτων και του ελληνικού κομιτάτου, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα  την πυρπόληση  του σπιτιού τους στο Μοναστήρι.· Μετά από αυτό, η Παρασκευή Μόδη, με τα δύο της παιδιά, Γεώργιο και Αγλαΐα, κατέφυγαν στην Φλώρινα.

Η δολοφονία του πατέρα του σημάδεψε καθοριστικά τον Γεώργο Θ. Μόδη,  όπως και το βαρύ οικογενειακό του όνομα,  αυτό της αρχοντικής και πολιτικά δραστήριας  οικογένειας των Μόδηδων. Όμορφος, ευφυής, μορφωμένος, ρομαντικός, ανθρώπινος ζούσε την εποχή του με όλες τις ίνες του σώματός του, ερωτεύτηκε με πάθος την Θεοδοσία, διχάστηκε ανάμεσα στον πόθο και το καθήκον απέναντι στην αυταρχική Μοναστηριώτισσα αρχόντισσα, την Παρασκευή, που τον έφερε στη ζωή. Ο Γεώργιος Μόδης υπήρξε λόγιος, με πολιτική σκέψη και κοινωνική ευαισθησία, ένας ικανότατος χειριστής του λόγου, ένας εκδότης εφημερίδας, αφιερωμένης στα «μακεδονικά δίκαια» της Ελλάδας  και ένας πετυχημένος δικηγόρος.

Στο μυθιστόρημα  λανθάνει η άποψη πως η έντονη πολιτική δράση του μεγαλύτερου κατά 10 έτη Γεωργίου Χρήστου Μόδη, βουλευτή κατ’ επανάληψη στο κόμμα των Φιλελευθέρων, Υπουργού και Γενικού Διοικητή Μακεδονίας-Ηπείρου  στέρησε από τον Γεώργιο Θ. Μόδη ένα μεγάλο κομμάτι από την πολιτική πίτα που αντιστοιχούσε στην οικογένειά του ή ακόμα πως του στέρησε την ψήφο  της ευρύτερης ομάδας των Μοναστηριωτών. Η δική μου οπτική όμως είναι πως οι δύο πολιτικοί άντρες είχαν ουσιαστικές διαφορές, στην πολιτική θεώρηση των πραγμάτων.

Ο Γεώργιος Χρήστου Μόδης ήταν ένας συνεπής Φιλελεύθερος πολιτικός, που ακολουθούσε τα πολιτικά προτάγματα του κόμματος.  Αντίθετα, η εμπλοκή του  Γεωργίου Θ. Μόδη στη πολιτική, με το Αγροτικό κόμμα του Ιωαννη Σοφιανόπουλου, φανέρωνε κοινωνική ευαισθησία, η οποία δεν απείχε πολύ από τον αστικό Φιλελευθερισμό, έδειχνε όμως επιρροές  από τα αγροτικά κινήματα που έλαβαν χώρα στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη.  Πραγματικά, οι συνθήκες  συγκρότησης των αγροτικών κομμάτων στα Βαλκάνια (19οςαι),  με εξέχουσα περίσταση την πολιτική κυριαρχία του Αγροτικού κόμματος στη Βουλγαρία (Stanbolinski  1923), παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές από  αυτές που είχαν επικρατήσει στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον  ιστορικό Βλασίδη, από το 1920 ως το 1929 το αγροτικό κόμμα αποσκοπούσε στην ενίσχυση του ρόλου του κράτους, το οποίο παρενέβαινε (κρατικός κορπορατισμός) για να προστατέψει τον αγροτικό πληθυσμό. Δηλαδή, μέχρι τότε, στόχος του Αγροτικού κόμματος  δεν ήταν η αλλαγή των κοινωνικών και πολιτικών δομών του κράτους, αλλά ο εκσυγχρονισμός του κράτους, με σκοπό αυτό να   είναι σε θέση να προστατέψει  τον πολυπληθή αγροτικό πληθυσμό του. Οι «αγροτιστές» δηλαδή αποσκοπούσαν στη δημιουργία ενός ισχυρού, απρόσωπου κράτους-προστάτη. (Βλασίδης, 1990).

Από το 1929 και μετέπειτα, κάτω από την επίδραση των μαρξιστικών ιδεών που ήρθαν μαζί με τους πρόσφυγες στην Ελλάδα, διαμορφώθηκε, μέσα στους κόλπους του ελληνικού αγροτικού κόμματος, μια πιο αριστερή τάση, η οποία  δεν ήταν η κυρίαρχη και δεν εξάλειψε την δυναμική μιας ηπιότερης «σοσιαλιστικής ή σοσιαλίζουσας παρέμβασης», μέσα στον αστικό χώρο. Εκφραστής της έγινε ο Ιωάννης Σοφιανόπουλος, παράγοντας των Φιλελευθέρων, πρόσωπο πολύ κοντά στον Βενιζέλο, με σημαντικό ρόλο στην άσκηση της ελληνικής πολιτικής και σημαντικές περγαμηνές και  αξιώματα.

Ο Σοφιανόπουλος, στην τάση του οποίου προσχώρησε, συνειδητά, κατά την γνώμη μου, ο Γεώργιος Θ, Μόδης, εκπροσωπούσε την αστική φιλελεύθερη οπτική για το αγροτικό ζήτημα.  Στόχος της τάσης αυτής ήταν η προώθηση των αιτημάτων των μικροιδιοκτητών-μικροκαλλεργητών, οι οποίοι δεν έλκονταν από τα μαρξιστικά ιδεολογήματα  περί κολλεκτιβοποίησης. Τασσόταν υπέρ της απόλυτης απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών που είχαν απομείνει   και προχωρούσε, πέρα από την γραμμή των Φιλελευθέρων, χωρίς όμως να απέχει από τις ιδεολογικές του ρίζες. Κύριοι άξονες της γραμμής Σοφιανόπουλου ήταν α) η ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας μέσω μιας «πειθαρχημένης κοινωνίας» β) Η θεώρηση του αγροτικού κόμματος ως απευθυνόμενου στο σύνολο του πληθυσμού, άρα ως «α-ταξικού» γ) η ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας και της πελατειακής σχέσης κράτους-αγροτών δ) η δημιουργία του κράτους-προστάτη, το οποίο  θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την πληρωμή των χρεών μέσω Αγροτικής Τραπέζης ε) η πρόκριση της οικογενειακής μορφής καλλιέργειας.

Οι ιδιάζουσες συνθήκες που επικρατούσαν στην Μακεδονία ενεργοποιούσαν γόνιμα τον προσανατολισμό του Γεωργίου Θ. Μόδη  και τον έστρεφαν προς τον Σοφιανόπουλο. Πραγματικά, οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες στη Μακεδονία  έφεραν στο πολιτικό προσκήνιο τη διεκδίκηση της εγγείου ιδιοκτησίας, μετά  το 1922, από τις συγκρουόμενες πληθυσμιακές ομάδες γηγενών-προσφύγων.  Ο «αγροτισμός» του Γεωργίου Θ. Μόδη διαμόρφωνε  τις προϋποθέσεις για μια δυνάμει «συγκρουσιακή πορεία» με τον Γεώργιο Χρ. Μόδη. Η εναλλαγή των εποχών (ο Γ.Χρ.Μόδης  ήταν 15 χρόνια μεγαλύτερος) φαινόταν πως είχαν διαφοροποιήσει τα πράγματα. Χωρίς να ανήκει στην πτέρυγα των «αγροτιστών» που εμφορούνταν από τις μαρξιστικές ιδέες,  ο Γ. Θ. Μόδης είχε ταυτιστεί με τον ήπιο αγροτισμό του Σοφιανόπουλου και εργαζόταν για ένα κράτος ισχυρό, που θα προστάτευε τους αγρότες. Ο ρόλος του ήπιου αγροτικού κινήματος  μάλιστα ήταν ιδιαίτερα σημαντικός στη Δυτική Μακεδονία, στην οποία οι πολιτισμικές διαφορές καθιστούσαν κρίσιμο τον ρόλο του κράτους.

Για παράδειγμα, ο  Γ.Θ.Μόδης στο  κείμενό του «κράτος και Μακεδονία, 1931» που ξεκινούσε με την προσφώνηση «Αγρότες ξυπνήστε!!!» στηλίτευε  τους βενιζελικούς για τα μέτρα που πήρανε για την έγγεια ιδιοκτησία, στις διάφορες φάσεις επίλυσης του ζητήματος των «παράνομων δικαιοπραξιών». Ασκούσε κριτική στις «Επιτροπές διαιτησίας των Πρωτοδικείων». Θεωρούσε υπέρογκες τις προβλεπόμενες από τους βενιζελικούς διατάξεις για εμπλοκή των δικηγόρων, σε ζητήματα δικαιοπραξιών, κάτι που θεωρούσε δυσβάσταχτο,  λόγω του ύψους των αμοιβών που έπρεπε να καταβάλουν οι αγρότες στους δικηγόρους. Σε άλλο κείμενό του  στήριζε  τους γηγενείς  αγρότες, έναντι των αδικιών των «παλαιοελλαδιτών δημοσίων υπαλλήλων» και έναντι του κράτους.

«Αυτή υπήρξε και υφίσταται η νοοτροπία των υπαλλήλων οι οποίοι δυστυχώς δια τους Μακεδόνας χωρικούς κάμνουν το κράτος διότι δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το κράτος από τους υπαλλήλους»

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι, ενώ οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στη Μακεδονία  προσέφεραν στον Γεώργιο Θ.  Μόδη ένα λαμπρό πεδίο επαγγελματικής πελατείας αγροτών και ο ίδιος στήριξε τις διεκδικήσεις τους απέναντι στο κράτος, οι συνθήκες αυτές δεν ευνόησαν την εκλογή του στη Βουλή. Γιατί ο  Γεώργιος Θ. Μόδης εντάχθηκε στην παράταξη του Σοφιανόπουλου και πήρε μέρος στις εκλογές του 1932. Το κόμμα είχε κερδίσει 12 έδρες (6,17%) στις οποίες δεν συμπεριλαμβανόταν ο Γεώργιος Θ. Μόδης. Στις εκλογές του 1933  το Αγροτικό κόμμα είχε κατέβει διασπασμένο, είχε επιτύχει όμως να εκλέξει κάποιους βουλευτές. Το 1934 το Αγροτικό κόμμα διασπάστηκε σε δύο συνδυασμούς: αρχηγός του ενός ήταν  ο Ι. Σοφιανόπουλος, ενώ του άλλου ο Αλέξανδρος Μυλωνάς. Στις εκλογές του 1936 το συνδυασμός Σοφιανόπουλου απέσπασε μία έδρα και ο συνδυασμός του Μυλωνά τέσσερις βουλευτικές έδρες. Ο Θεόδωρος Μόδης όμως δεν εκλέχτηκε βουλευτής Φλώρινας ούτε στη μία ούτε στην άλλη αναμέτρηση. Οι λόγοι κατά την γνώμη μου σχετίζονται και με το Μακεδονικό Ζήτημα που ενδημούσε την περίοδο του μεσοπολέμου στα Βαλκάνια, το οποίο οδηγούσε σε εθνική συσπείρωση και δεν δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για εστίαση σε αιτήματα και διεκδικήσεις πληθυσμιακών ομάδων, όπως για παράδειγμα οι αγρότες.

Πραγματικά, οι απόψεις που απασχολούσαν τον Μόδη και αφορούσαν στο «Μακεδονικό Ζήτημα» ήταν προσαρμοσμένες στην εθνική πολιτική πλατφόρμα των Φιλελευθέρων. Τα κείμενά του  «Η προσοχή εις την εκπαίδευσιν της Μακεδονίας», Φλώρινα 27-7-1931 και «Σλαβικές προσπάθειες» αναφέρονταν  στην αφομοιωτική αποστολή της εκπαίδευσης και ασκούσαν  κριτική στον τρόπο που αυτή λειτουργούσε, βάλλοντας ακόμα και ενάντια στην καινούργια μέθοδο του «Σχολείου εργασίας», στην οποία είχε επενδύσει πολλά και αυτός και η Θεοδοσία. Παράλληλα, πρόβαλε  τις έωλες βάσεις του ιδεολογήματος της παρουσίας εθνικής μειονοτητας «σλαβομακεδόνων» στο έδαφος της ελληνικής Μακεδονίας και  θεωρούσε την κατασκευή της «δούρειο ίππο του βουλγαρισμού».

Η Φλώρινα όλων των περιόδων παρουσιάζεται  στο μυθιστόρημα ως μια «κινούμενη άμμος», ένας τόπος σχεδόν «υβριδικός»,  που αποκαλύπτεται κάτω από κάθε λέξη,  από κάθε σκηνή. Η πόλη και οι άνθρωποί της είναι  πανταχού παρούσα στο μυθιστόρημα, με τις πολύχρωμες πολιτισμικά πληθυσμιακές ομάδες της: τους Μοναστηρώτες με την αστική κουλτούρα και τη μόρφωση που μονοπωλούσαν την πολιτισμική εξέλιξη και την πολιτική ζωή. Τα νεοανερχόμενα στρώματα των «υπερατλαντικών μεταναστών» που επένδυαν σε γη και έχτιζαν καλαίσθητα νεοκλασικά. Οι ομάδες των προσφύγων που συνέρρεαν στην πόλη από την Ανατολή. Το πολύχρωμο μωσαϊκό ανθρώπων, από διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες, με διαφορετική κοινωνική προέλευση και ταξική ένταξη, με χαμηλό ή σημαντικό μορφωτικό κεφάλαιο. Μέσα από το μυθιστόρημα, ζούμε τις αντιπαραθέσεις τους σε όλα τα επίπεδα, ιδιαίτερα όμως σκοντάφτουμε σε πολιτισμικές αντιθέσεις, σε φραγμούς που στήνονταν στην κοινωνική κινητικότητα των κατώτερων στρωμάτων, και απέρρεαν από μια προσπάθεια των προνομιούχων να διαιωνίσουν την εξουσία τους. Τις αντιπαραθέσεις τους τις ζωντανεύει ως την τελευταία τους λεπτομέρεια ο συγγραφέας,  ο οποίος αποδεικνύεται εμβριθής παρατηρητής, μέσα από την τεχνική του τριτοπρόσωπου αφηγητή-παντογνώστη.

Το συγκείμενο είναι εμφανέστατο με όλες τις συνιστώσες του. Οι τοπικοί πολιτικοί περιγράφονται ως δρώντα υποκείμενα που έχουν ερωτική ή προσωπική ζωή, όπως ο Τάκος Μακρής, τα οποία προσεγγίζονται με έναν «οικείο τρόπο». Από την άλλη οι «εχθροί» είναι πάντοτε οι Βούλγαροι που φέρνουν τους δύο Μόδηδες στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά και επισείουν τον κίνδυνο εξόντωσής τους. Στον πολύπλοκο αυτό καμβά τα υπόγεια δίκτυα φιλικών ανταλλαγών, πελατειακών σχέσεων, εξυπηρετήσεων, ανθρώπινων συναισθημάτων κυρίαρχα όλη αυτή την περίοδο λειτουργούν άλλοτε καταγγελτικά και άλλοτε διασώζοντας ανθρώπινες ζωές από τη βία των κατακτητών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αποτύπωση των εναλασσόμενων συγκυριών και της δυναμικής τους γίνεται με λεπτομέρεια, έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ζωντανής αφήγησης και σφύζει από χυμούς που απορρέουν από τον μικρόκοσμο της πόλης. Τα πρόσωπα αποδίδονται με τα πραγματικά τους ονόματα, κάτι που καθιστά την αφήγηση περισσότερο μαρτυρία και πολύ λιγότερο μυθοπλασία κάτι που χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης από τους φοιτητές μου του μαθήματος «Από την Ιστορία στη λογοτεχνία και το αντίστροφο»

Εξάλλου, πιστός στις προϋποθέσεις του τεκμηριωμένου ακαδημαϊκού λόγου ο συγγραφέας, καταβαραθρώνοντας και την παραμικρή «δυνητική υποψία» πως μετέρχεται μιας μυθοπλαστικής αφήγησης,  αποτυπώνει με ποσοτική μέθοδο, εξαιρετικά οικεία στον ίδιο, τις πηγές του. Και για μια ακόμα φορά μας εκπλήσσει ο πίνακας των ποσοστών που συνέβαλαν στο χτίσιμο του μυθιστορήματός του. Όπως μάλιστα παρατηρώ ένα σημαντικό ποσοστό του μυθιστορήματος οφείλεται στα τεκμήρια αλλά και τις μνήμες της ίδιας της Θεοδοσίας που μας μιλάει μέσα από τον χρόνο για την δική της Φλώρινα.

Γιατί το μυθιστόρημα  Κυρίες και Κύριοι αποπνέει Φλώρινα.

Και μας γοητεύει.