Σοφία Ηλιάδου – Τάχου: συνέντευξη στην Μαρία Τσακίρη

Συγγραφέας του βιβλίου «Η κατάρα της Πραξιθέας» – Εκδόσεις «Πηγή»

Η γυναίκα που δεν έκανε ποτέ κάτι που ήταν αντίθετο με τα πρέπει της ανατροφής της. Αυτή είναι η Πραξιθέα, η κατάρα της οποίας έγινε τίτλος στο βιβλίο της Σοφίας Ηλιάδου – Τάχου. Ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα και ένα πολυπρόσωπο εξώφυλλο με ασπρόμαυρες νοσταλγικές φωτογραφίες μιας άλλης εποχής. «Το καθένα πρόσωπο που απεικονίζεται στις φωτογραφίες του εξωφύλλου έχει το μυθοπλαστικό του αντίστοιχο. Μόνο που αντιστοιχεί σε πολλά πρόσωπα της ιστορίας, ίσως για να την κάνει πιο ενδιαφέρουσα», λέει στο Vivlio-life η συγγραφέας. Στη συνομιλία μας χαρακτηρίζει την Πραξιθέα προσωποποίηση του αστικού συντηρητικού προτύπου και μας διευκρινίζει πως «Η ιστορία της κατάρας είναι αληθινή, μου την είχε διηγηθεί πρόσωπο του στενού οικογενειακού μου περίγυρου για τις γενιές που έζησαν πριν…».

«Η αληθινή ιστορία τριών γενεών, από τον Μακεδονικό Αγώνα ως τον Εμφύλιο», διαβάζω κάτω από τον τίτλο του βιβλίου και ξεκινώντας αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη θα ήθελα να μας πείτε πώς έφθασε σ΄ εσάς αυτή η ιστορία.
Θα προσπαθήσω να δώσω απαντήσεις στα ερωτήματά σας. Ξεκινάω βέβαια από μια παραδοχή: ότι το μυθιστόρημα δεν είναι ιστορία. Είναι μυθοπλασία. Ο κάθε μυθιστοριογράφος αντλεί από τα βιώματα των ανθρώπων που εμπιστεύεται στις ιστορίες του. Μόνο που προσδίδει στα πρόσωπα του μυθιστορήματος τα χαρακτηριστικά πολλών από τα πρόσωπα που ο ίδιος γνώρισε, κατασκευάζοντας έτσι ένα δικό του σύμπαν, που ξεπερνάει τον αντικειμενικό κόσμο. Έτσι οι αντιστοιχίσεις είναι από αδύναμες έως αδύνατες.

Στο εξώφυλλό σας πέντε ασπρόμαυρες φωτογραφίες με δεκαπέντε πρόσωπα. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Είναι εκπρόσωποι των τριών γενεών που καταγράψατε την αληθινή τους ιστορία;
Ξεκινάω με τις φωτογραφίες του εξωφύλλου: οι περισσότερες είναι φωτογραφίες από ιδιωτικά αρχεία και αφορούν πρόσωπα από την διευρυμένη οικογένειά μου, αλλά και από άλλες οικογένειες που σχετίζονταν με αυτήν, στο πλαίσιο μιας αντίληψης που θέλει να τέμνονται οι διαδρομές της ζωής των ανθρώπων. Δεν θα αναφερθώ στα πρόσωπα που απεικονίζονται, εξάλλου αυτό δεν έχει καμία σημασία. Το καθένα πρόσωπο που απεικονίζεται στις φωτογραφίες του εξωφύλλου έχει το μυθοπλαστικό του αντίστοιχο. Μόνο που αντιστοιχεί σε πολλά πρόσωπα της ιστορίας, ίσως για να την κάνει πιο ενδιαφέρουσα. Η επιλογή των συγκεκριμένων φωτογραφιών εποχής έγινε από μένα κυρίως για να αποτυπώσει την ιδιαίτερη κατηγορία «αστικές οικογένειες», όπως την βίωσα μέσα από τις ιστορίες των γιαγιάδων της δικής μου οικογένειας. Και μαζί, για να ακινητοποιήσω τον χρόνο ως στιγμιότυπο. Είναι δηλαδή ένα είδος εικαστικής παρέμβασης.

Το βιβλίο γράφτηκε στη μνήμη της Αναστασίας, της Αντιγόνης και της Βιολέττας που σας χάρισαν τις ιστορίες τους. Ποιες είναι αυτές οι γυναίκες και πότε συναντήθηκαν τα βήματά σας;
Τα ονόματα που έδωσα για τις γυναίκες που μου μίλησαν και μου ιστόρησαν το παρελθόν τους είναι πλαστά, είναι όμως ενδεικτικά των γυναικών με αστικές καταβολές που γνώρισα στην από κάθε άποψη «υβριδική κοινωνία» της Φλώρινας. Τα ονόματα είναι επίτηδες επιλεγμένα, για να αποτυπώσουν την σύζευξη της αρχαίας και της χριστιανικής παράδοσης, φορείς των οποίων υπήρξαν οι γυναίκες αυτές. Γιατί οι φίλες αυτές είχαν όλες καταγωγή από το Μοναστήρι και αντιπροσώπευαν μια κουλτούρα με διακριτά χαρακτηριστικά, την οποία και θέλησα να αποτυπώσω. Δεν τις συνάντησα μια φορά, έζησα μέσα στον δικό τους μικρόκοσμο, αφού η καταγωγή της μητέρας μου είναι από το χαμένο για τον Ελληνισμό Μοναστήρι Πελαγονίας. Αυτόν τον κόσμο θέλησα να ζωντανέψω: με τα θέλω και τις αντιφάσεις του, με την αξιοπρέπεια και τον πατριωτισμό του, με την έντονη ελληνική του συνείδηση, με τις μνήμες για τη συμμετοχή του στον Μακεδονικό αγώνα και σε όλους τους εθνικούς αγώνες…

Η ιστορία του βιβλίου σας αφορά τη γιαγιά σας τη Βερενίκη. Αποφασίσατε να τη γράψετε όταν έφυγε από τη ζωή, γιατί όπως λέτε στο εισαγωγικό σας σημείωμα ήταν αυτή «που της αναποδογύρισε τη ζωή…».
Η γιαγιά Βερενίκη ανήκει στο μετεμφυλιακό σκηνικό αυτής της κοινωνίας, για αυτό μου δίνει το πλεονέκτημα να περιγράφω από απόσταση τα πράγματα. Είναι η περίοδος που ο κόσμος των προηγούμενων γενεών έχει δοκιμαστεί και συνθλιβεί, καθώς τα μέλη της έχουν κληθεί να δώσουν απαντήσεις στο διακύβευμα «Αντίσταση» ή «Συνεργασία» με τους κατακτητές. Κάποιοι επέλεξαν την αντίσταση, άλλοι την αποστασιοποίηση αποδεχόμενοι να πολεμήσουν είτε τον πραγματικό κίνδυνο του «εκβουλγαρισμού» στην αρχή είτε την«κομουνιστική απειλή» στην συνέχεια. Όπως και να το κάνουμε, ο κόσμος που προέκυψε δεν υπήρξε φιλικός για καμία από τις πλευρές αυτές.
Έτσι η Βερενίκη προσπάθησε επιστρατεύοντας την επιστημοσύνη της να αποκωδικοποιήσει το παρελθόν και μέσα από αυτό να γνωρίσει τον ίδιο της τον εαυτό. Είναι η πιο τραγική μορφή του μυθιστορήματος κατά την γνώμη μου. Γιατί είναι αυτή που πρέπει να αρθεί πάνω από τα διλήμματα, να βρει την δική της αλήθεια μέσα από σιωπηλά και κρυμμένα μυστικά, με βοηθούς την επιστήμη της ιστορίας, όπως αυτή την διακονεί, και κυρίως τον έρωτα που την στηρίζει.

Εκτός από την προφορική της αφήγηση, η γιαγιά Βερενίκη σας κληροδότησε και τα ημερολόγια δυο προσώπων. Του Περίανδρου και του Γιώργου Σίμου. Ποιοι είναι οι δυο αυτοί άντρες, πόσο καθοριστικός είναι ο ρόλος τους στην πλοκή της ιστορίας και πόσο σημαντική ήταν η βοήθεια που σας πρόσφεραν οι καθημερινές καταγραφές της ζωής τους.
Τα ημερολόγια είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας. Δεν ανταποκρίνονται δηλαδή στην δράση συγκεκριμένων προσώπων. Και στο πρώτο μου μυθιστόρημα χρησιμοποιούσα το εύρημα «ημερολόγια». Με αυτή μου την επιλογή θέλησα να ακουστεί η φωνή των ανθρώπων που πήραν μέρος στην Αντίσταση, χωρίς να ανήκουν στο κομουνιστικό κόμμα. Αυτών που εντάχθηκαν στον εθνικό στρατό έπειτα… γιατί είχε κατά την γνώμη τους αλλάξει το διακύβευμα. Ήθελα να μιλήσω για αυτούς που το μετεμφυλιακό κράτος αργότερα, παρά τους αγώνες τους και παρά την αποδεδειγμένη και ενσυνείδητη δράση τους ενάντια στο ιδεολόγημα της αριστεράς,, τους φέρθηκε με καχυποψία.. Για τον Περίανδρο και τον Γεώργιο Σίμου και ίσως και για τον δικό μου πατέρα και για τον δικό σας…

Ωστόσο, εμπνευστήκατε τον τίτλο σας από την Πραξιθέα. Ποια είναι αυτή η γυναίκα και ποια η σχέση της με τις υπόλοιπες;
Η Πραξιθέα είναι η προσωποποίηση του αστικού συντηρητικού προτύπου. Η γυναίκα που δεν έκανε ποτέ κάτι που ήταν αντίθετο με τα πρέπει της ανατροφής της. Η ιστορία της κατάρας είναι αληθινή, μου την είχε διηγηθεί πρόσωπο του στενού οικογενειακού μου περίγυρου για τις γενιές που έζησαν πριν… Μόνο που δεν την έλεγαν Πραξιθέα. Επέλεξα το αρχαίο αυτό όνομα για να υποβάλλω συνειρμούς γύρω από τον κομφορμισμό της ηρωίδας μου. Και κάτι ακόμα, η κυρία που μου την είχε πει σε ανύποπτο χρόνο, πίστευε πως η κατάρα της Πραξιθέας επαληθεύτηκε και μου απαριθμούσε τις επιπτώσεις της στις επόμενες γενεές.. Είχα από τότε επαναστατήσει με αυτή την λογική και βάλθηκα να την ανατρέψω στο μυθιστόρημά μου..

Καθώς περνούσαν τα χρόνια, η κατάρα αυτή έχασε λίγο από το βάρος που κουβαλούσε ως λέξη; Έπαψε να αποτελεί τραύμα για τους απόγονους των ηρώων σας;
Στην πραγματική ζωή τους είναι μια απλή ανάμνηση πλέον. Που θα την χαρακτήριζα τραυματική. Εννοείται όμως πως την συζητάνε μεταξύ τους. Ακόμα…

Ιστορικά γεγονότα που ξεκινούν από τον Μακεδονικό Αγώνα, περνούν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και από εκεί στην Κατοχή, στον Εμφύλιο και καταλήγουν στα πολύ κοντινά μας χρόνια, όπως λέτε. Υπάρχει και ιστορική έρευνα στο βιβλίο, ή μήπως οι πρωταγωνιστές σας είναι εκείνοι που ανέλαβαν το σημαντικό ρόλο να μας βάλουν στο πολύπλευρο κλίμα της εποχής που έζησαν;
Η ιστορική έρευνα είναι για μένα σκοπός ζωής. Είμαι Καθηγήτρια Νέας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Αν μάλιστα θέλετε την γνώμη μου δεν μπορείς να γράψεις ιστορικό μυθιστόρημα, χωρίς να ξέρεις όλες τις πτυχές της εθνικής Ιστορίας και της τοπικής ιστορίας. Αν δεν σκύψεις πάνω στα γεγονότα, στα αίτια που τα παράγουν, δεν φτιάχνεις αληθινούς ήρωες και κυρίως αληθινές ηρωίδες. Όλοι αυτοί δρουν πάνω στον καμβά της ιστορίας. Και προσδιορίζονται από αυτήν.
Εξάλλου έχω γράψει και άλλο Ιστορικό μυθιστόρημα, τα «Ζαφειρένια μάτια» το οποίο αφιέρωσα στην ποντιακή καταγωγή του πατέρα μου. Είναι το μυθιστόρημα που μιλάει για την Γενοκτονία του Πόντου και την Έξοδο από τις κοιτίδες τους.

Γεγονότα, πόνος, έρωτας, προδοσία, κυνήγι της λαϊκής εξουσίας και δίψα για δημοκρατία. Είναι όμως «Η κατάρα της Πραθιθέας» ένα ιστορικό μυθιστόρημα μόνο;
Όχι αλλά είναι πρώτα από όλα ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Ύστερα μπορείς να του βάλλεις διάφορες ετικέτες: κοινωνικό, δραματικό, αστικής κουλτούρας κλπ. Πάνω από όλα αποτυπώνει νοοτροπίες, σταματάει σε στερεότυπα, ακτινογραφεί κοινωνικές στρατηγικές, αποτυπώνει διλήμματα.

Οι ανθρώπινες ιστορίες προχωρούν πλάι στην ιστορία. Πώς νιώθατε καθώς προσπαθούσατε να συνδέσετε ιστορία – ανθρώπους – συναισθήματα; Έχετε παρέμβει μυθοπλαστικά και σε ποιο βαθμό;
Σε υπέρτατο βαθμό. Όλα αυτά τα κουβαλούσα μέσα μου. Τα είχα με το πέρασμα του χρόνου διαμορφώσει πέρα από τον μικρόκοσμο της προσωπικής μου ζωής ως κουλτούρα ορισμένων ανθρώπων. Και για αυτό τα έπλασα από την αρχή, φτιάχνοντας πρόσωπα που είχαν κάτι από τον ένα και μαζί κάτι από τον άλλο. Έδωσα το δικό μου τέλος. Και είναι η ώρα να κρίνετε εμένα.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Τώρα που η αγαπημένη μου γιαγιά, η Βερενίκη, δεν είναι πια στη ζωή, ήρθε για μένα ο καιρός να φέρω στο φως την ιστορία της. Αυτήν που ανακάλυψε μετά από ιστορική έρευνα δουλεύοντας στο Ινστιτούτο του πανεπιστημίου, με τους φοιτητές της. Αυτήν που της αναποδογύρισε τη ζωή… Γιατί, σε αυτόν τον κόσμο, τίποτα δεν είναι χωρίς τίμημα. Πόσο μάλλον αν πρόκειται για τη ζωή τριών γενεών, που βίωσαν τον πόνο, τον έρωτα, την αγάπη, το κυνήγι της αλήθειας και της γνώσης, αλλά και το μίσος και την προδοσία και τον πατριωτισμό και τη μισαλλοδοξία και τον φασισμό και το κυνήγι της λαϊκής εξουσίας και το αίτημα για δημοκρατία· και όλα αυτά μέσα σε κρίσιμες ιστορικές συγκυρίες, που ξεκίνησαν από τον Μακεδονικό Αγώνα, πέρασαν στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο και έφτασαν ως τα πολύ κοντινά μας χρόνια.
Όλοι αυτοί, μέσω της γιαγιάς Βερενίκης, μου κληροδότησαν την υποχρέωση να ενώσω τα κομμάτια του παζλ, να αφηγηθώ δηλαδή τη ζωή τους. Σήμερα, που ολοκλήρωσα την ιστορία τους, την παραδίδω σε σας· όπως μου την κατέθεσαν, αλλά και όπως εγώ την κατάλαβα μέσα από τις διηγήσεις τους.

Βιογραφικό
Η Σοφία Ηλιάδου-Τάχου (Φλώρινα 1960) είναι πρωτοβάθμια Καθηγήτρια με γνωστικό αντικείμενο “Ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης” στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Νεότερη Ιστορία, στα Παιδαγωγικά και στη Βυζαντινή Ιστορία. Το 1996 πήρε το διδακτορικό της από το Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ και το 2002 εκλέχτηκε Λέκτορας της Ιστορίας της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Εταιρίας Ιστορικών της Εκπαίδευσης και της Διεθνούς Ένωσης Ιστορικών της εκπαίδευσης (ISCHE). Έχει γράψει 9 ιστορικά βιβλία και δύο μυθιστορήματα.
Τα επιστημονικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στην Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, την Εκπαιδευτική πολιτική, την Τοπική ιστορία με έμφαση στη Δυτική Μακεδονία, και την Εκπαιδευτική Ιστορία του Πόντου και της νεότερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.