Μεγάλη Πέμπτη

Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Πέμπτη, οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι Πατέρες  ἀλληλοδιαδόχως ἐκ τε τῶν θείων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων, παραδεδώκασιν ἡμῖν τέσσαρά τινα ἑορτάζειν· τὸν ἱερὸν Νιπτῆρα, τὸν μυστικὸν Δεῖπνον (δηλαδὴ τὸν παράδοσιν τῶν καθ’ἡμᾶς φρικτῶν Μυστηρίων), τὴν ὑπερυᾳ Προσευχήν, καὶ τὴν Παράδοσιν αὐτήν.

Εἰς τὸν ἱερὸν Νιπτῆρα
Νίπτει Μαθητῶν ἑσπέρας Θεὸς πόδας,

Οὗ ποῦς πατῶν ἦν εἰς Ἐδὲμ δείλης πάλαι.

Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ πλένει πόδια

Τὸ πόδι ἦταν ποὺ πατοῦσε στὴν Ἐδὲμ ἕνα δειλινὸ παλαιά

Εἰς τὸν Μυστικὸν Δεῖπνον

Διπλοῦς ὁ Δεῖπνος· Πάσχα γὰρ νόμου φέρει,

Καὶ Πάσχα καινόν, Αἷμα, Σῶμα Δεσπότου.

Διπλὸ τὸ δεῖπνο, διότι γίνεται τὸ Πάσχα τοῦ νόμου (τὸ ἰουδαϊκό)

Καὶ τὸ καινούργιο Πάσχα, τὸ Αἷμα καὶ Σῶμα τοῦ Δεσπότου

Εἰς τὴν ὑπερφυᾶ Προσευχὴν

Προσεύχη·  καὶ φόβητρα, θρόμβοι αἱμάτων,

Χριστέ, προσώπου· παραιτούμενος δῆθεν

Θάνατον, ἐχθρὸν ἐν τούτοις φενακίζων.

Προσεύχεσαι· φόβος, σταγόνες ἰδρῶτος ὡς σταγόνες αἵματος

Χριστέ, στὸ πρόσωπό σου

ἀποφεύγεις  τάχα τὸν θάνατο, ἀλλὰ ξεγελᾶς τὸν ἐχθρό.

Εἰς τὴν Προδοσίαν

Τί δεῖ μαχαιρῶν; τί ξύλων λαοπλάνοι,

Πρὸς τὸ θανεῖν πρόθυμον εἰς Κόσμου λύτρον.

Τι χρειάζονται τὰ μαχαίρια; Γιατὶ ξύλα λαοπλάνοι,

ἀφοῦ εἶναι πρόθυμος νὰ πεθάνη γιὰ τὴν λύτρωσι τοῦ Κόσμου.

 

Ἐπρόκειτο νὰ γίνη ἡ θυσία κατὰ τὸ Πάσχα τὸ Ἑβραϊκό τὴν Παρασκευή. αὐτὸ τὸ Πάσχα προτύπωνε τὸ Πάσχα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸν τύπο ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήση ἡ ἀλήθεια, τὸ πραγματικὸ Πάσχα, ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ προλαβαίνει ὁ Κύριος καὶ τὸ τελεῖ τὸ ἑσπέρας τῆς Πέμπτης. Ἐφ’ὅσον ὅμως ἔδυσε ὁ ἥλιος ἄρχιζε ἡ Παρασκευή, ἔτσι μετροῦσαν τότε τὴν ἡμέρα, μὲ τὴν δύσι τοῦ ἡλίου, καὶ τὸ λέγανε νυχθήμερον καὶ ὄχι ἡμερονύκτιο. Καὶ τότε τὸ Πάσχα τὸ ἔκανε ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς Μαθητές του κατὰ τὶς διατάξεις τοῦ Νόμου. Δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ ἦσαν ὅρθιοι, ζωσμένοι, φορόντας τὰ ὑποδήματα καὶ στηριζόμενοι σὲ μπαστούνια, διότι δὲν ἦθελαν νὰ φανοῦν παράνομοι. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε ἑτοιμάσει ὁ Ζεβεδαῖος, αὐτὸς ποὺ κρατοῦσε τὴν πήλινη ὑδρία, καὶ τὸν ρώτησαν οἱ Μαθητές, ποῦ ἔχει ἑτοιμάσει τὸ δεῖπνο, ὅπως τὰ σημειώνει ὁ μέγας Ἀθανάσιος. Καὶ ἐνῶ προχώρησε ἡ νύκτα ἀποκάλυψε ὁ Κύριος τὰ τελεώτερα γιὰ τὸ Πάσχα τὸ δικό μας. Διότι λέγει· «Δείπνου γὰρ γενομένου, ἀνεκλήθη μετὰ τῶν Δώδεκα». Πρόσεξε ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ νομικὸ Πάσχα.  ἧταν δεῖπνος ἀφοῦ καὶ ἀνακλίθηκαν καὶ προσφέρθηκε ἄρτος καὶ οἶνος. Στὸ νομικὸ πάσχα ὅλα ἦταν ψημένα στὴν φωτιά καὶ ἄζυμα.

Πρὶν ἀρχίσουν νὰ τρῶνε, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, «ἐκ τοῦ δείπνου ἐγείρεται, καὶ τίθησι χαμαὶ τὰ ἱμάτια, καὶ ὕδωρ τῷ Νιπτῆρι βάλλει» ὁ ἴδιος τὰ κάνει ὅλα μόνος του. Ἐλέγχει τὸν Ἰούδα καὶ σὲ ὅλους ὑπενθυμίζει νὰ μὴ ἐπιζητοῦ τὰ πρωτεῖα, ὅπως τοὺς δίδαξε μετὰ τὸ Νιπτῆρα λέγοντας· «Ὁ θέλων εἶναι πρῶτος, ἔστω πάντων ἔσχατος» βάζοντας ὑπόδειγμα τὸν ἑαυτό του. Καὶ φαίνεται ὅτι πρῶτα ἔπλυνε τὰ πόδια τοῦ Ἰούδα, ὁ ὁποῖος μὲ στάθηκε μὲ ἰταμότητα μπροστά του, καὶ μετὰ ἔρχεται στὸν Πέτρο. Ὁ ὁποῖος θερμότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἤθελε νὰ ἀποτρέψη τὸν Διδάσκαλο ἀπὸ τὸ νίψημο, ἀλλὰ πείσθηκε καὶ τοῦ ἐπέτρεψε. Ἀφοῦ ἔπλυνε τὰ πόδια ὅλων καὶ παραδειγμάτισε τὴν ὕψωσι μὲ τὴν ταπείνωσι, πῆρε ξανὰ τὸ ἱμάτιά του καὶ κάθισε καὶ δίδαξε νὰ ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους καὶ νὰ μὴν ζητοῦν τὰ πρωτεῖα. Καὶ ἐνῶ ἔτρωγαν ἔθεσε τὸ θέμα τῆς προδοσίας. Θορυβήθηκαν οἱ Μαθητὲς μὲ τὸν λόγο του. Καὶ μὲ σιγανὴ φωνὴ μόνον στὸν Ἰωάννη εἶπε· «ᾯ ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον ἐπιδώσω, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ παραδιδούς με». Σὲ ὅποιον ἐγὼ δώσω τὸ βουτηγμένο ψωμί, ἐκεῖνος εἶναι ποὺ θὰ μὲ προδώση. Διότι ἂν ὁ Πέτρος ἄκουγε τὸν λόγο, ὅπως ἦταν θερμότερος ἀπὸ ὅλους θὰ εἶχε καταχειριάση τὸν Ἰούδα. Καὶ σὲ λίγο πάλι εἶπε· «Ὁ ἐμβάψας μετ’ ἐμοῦ ἐν τῷ τριβλίῳ τὴν χεῖρα», ἑπομένως καὶ τὰ δύο γίνανε.

Ἄφησε λίγο νὰ περάση ἡ ὥρα καὶ ἔλαβε τὸν ἄρτο καὶ εἶπε· «Λάβετε, φάγετε». Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ποτήρι· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ Αἷμα μου, τὸ τῆς καινῆς Διαθήκης· τοῦτο ποιεῖτε, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Βεβαίως τὸ ἔκανε καὶ ὁ ἴδιος καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε μαζί μὲ τοὺς Μαθητές του. Πρόσεξε ὅτι ἀναφέρει ἄρτο καὶ ὄχι ἄζυμα. Νὰ ντραποῦν ὅσοι προσφέρουν κατὰ τὴν θυσία ἄζυμο.

Ἀφοῦ ἔφαγαν εἰσῆλθε στὸν Ἰούδα ὁ Σατανᾶς, ποὺ νωρίτερα τὸν δοκίμαζε καὶ τώρα ὁλοκληρωτικὰ τὸν κατέλαβε, καὶ πῆγε στοὺς Ἰουδαίους καὶ συμφώνησε μὲ τοὺς Ἀρχιερεῖς νὰ παραδώση γιὰ τριάντα ἀργύρια.