Η Μάχη του Οστρόβου (Άρνισσας)

Τη Δευτέρα, 5 Νοεμβρίου 2018 και ώρα 12:00 θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση μνήμης για τη Μάχη της Άρνισσας (Οστρόβου) στο χώρο του Μνημείου των Πεσόντων της Μάχης.

Σας προσκαλούμε να τιμήσετε με την παρουσία σας την εκδήλωση μνήμης, το πρόγραμμα της οποίας έχει ως εξής:

Μνημείο των Πεσόντων

  • Επιμνημόσυνη δέηση
  • Σύντομη αναφορά στα γεγονότα της Μάχης της Άρνισσας από τον κ. Ιωάννη Παπαλαζάρου, δάσκαλο-συγγραφέα
  • Κατάθεση στεφάνων
  • Ενός λεπτού σιγή
  • Εθνικός Ύμνος

Ο Δήμαρχος Έδεσσας

Δημήτριος Γιάννου

 

Η Μάχη του Οστρόβου (Άρνισσας)

4-5 Νοεμβρίου 1912

Από τον Ιωάννη Παπαλαζάρου, εκπαιδευτικό-συγγραφέα

 

Η Άρνισσα (το παλιό Όστροβο) είναι μια αξιόλογη κωμόπολη, χτισμένη στις όχθες της Βεγορίτιδας, μεταξύ των ορεινών όγκων του Βόρα και του Βερμίου, σε θέση στρατηγική που ελέγχει τα περάσματα από τη δυτική προς την κεντρική Μακεδονία, από το οροπέδιο της Πελαγονίας προς τη μεγάλη πεδιάδα της Θεσσαλονίκης.

Κατά την αρχαιότητα αναφέρεται από τον Θουκυδίδη (Δ΄-128) ως σημαντική πόλη της επικρατείας του Περδίκκα (Εορδαία), όπου κατέφυγε ο Στρατηγός των Λακεδαιμονίων Βρασίδας το 424 π.Χ. υποχωρώντας από τη Λυγκηστίδα, κατά τον πόλεμο εναντίον των Ιλλυριών.

Το όνομα Όστροβο (σλαβικά: νησί) αποδίδεται στους Βουλγάρους επιδρομείς του Τσάρου Σαμουήλ (τέλη 10ου αιώνα μ.Χ.) οι οποίοι, όταν κατέκτησαν την περιοχή, οχύρωσαν και το βραχώδες  νησί που υπήρχε στη λίμνη.

Η περιοχή κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους, επικεφαλής των οποίων ήταν ο στρατηγός Αχμέτ Γαζή Εβρενός, κατά τα έτη 1375-1382.

Οι κάτοικοι του Οστρόβου ήταν χριστιανοί όπως και των περισσοτέρων χωριών της περιοχής:  Τσέγανης (Αγιος Αθανάσιος), Ροσίλοβου (Ξανθόγεια), Πατοτσίνας (Πάτημα), Ζέρβης, Γραμματικού. Αμιγώς μουσουλμανικά χωριά  της περιοχής ήταν το Όσλοβο (Παναγίτσα) και τα Κότσανα (Περαία).

Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, η Άρνισσα, λόγω της θέσης και του Σιδηροδρομικού της Σταθμού, αναδείχθηκε σε αξιόλογο αγωνιστικό κέντρο κίνησης και δράσης των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων και η περιοχή ανέδειξε δεκάδες Μακεδονομάχων.

Η τελευταία µάχη του Μακεδονικού Αγώνα δόθηκε, ως γνωστόν, στην κορυφή της Πιπερίτσας (1.998 μ.), 7 χλμ ΒΔ του Αγίου Αθανασίου (Τσέγανης) στις 8 Ιουλίου του 1908, όπου οι Κρήτες οπλαρχηγοί Βολάνης, Νικολούδης και Καραβίτης, µε τα σώµατά τους και την πολύτιµη βοήθεια του Τσεγανιώτη Μακεδονοµάχου Χρήστου Τζίκα, παγίδεψαν την µεγάλη τσέτα του Τζόλε και της προκάλεσαν σοβαρές απώλειες.

Τις επόμενες ημέρες εκδηλώθηκε το κίνημα των Νεότουρκων που ανέτρεψε τον Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ, επέβαλε το Σύνταγμά τους και με υποχρεωτική ανακωχή, διέκοψαν τις ένοπλες συγκρούσεις Ελλήνων–Βουλγάρων στην Μακεδονία.

Ο Μακεδονικός Αγώνας δεν απέφερε την ποθούµενη ελευθερία στην Μακεδονία, ωστόσο προετοίµασε κατάλληλα το έδαφος, αναζωπύρωσε το φρόνηµα και αναθέρµανε τις ελπίδες των Μακεδόνων, ενώ, παράλληλα, αφύπνισε τις συνειδήσεις και κέντρισε επιτέλους το ενδιαφέρον των κυβερνώντων στην Αθήνα, µε αποτέλεσµα τους δύο Βαλκανικούς Πολέµους που ακολούθησαν, κατά τα έτη 1912-1913, από την αίσια έκβαση των οποίων και τη νικηφόρα προέλαση του στρατού µας, ελευθερώθηκε όλη η Βόρεια Ελλάδα και διπλασιάσθηκε η χώρα γεωγραφικά και πληθυσµιακά.

Ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεµος κηρύχτηκε στις αρχές Οκτωβρίου του 1912 από τις τέσσερεις βαλκανικές χώρες (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο), οι οποίες, παρά τις έντονες µεταξύ των διαφορές, ειδικά των τριών πρώτων για τις κοινές διεκδικήσεις τους επι του µακεδονικού εδάφους, κήρυξαν σχεδόν ταυτόχρονα τον πόλεµο εναντίον της Τουρκίας.

Ο Ελληνικός Στρατός κήρυξε τον πόλεµο στις 5 Οκτωβρίου 1912, και µετά από πολυήµερες και πολύνεκρες µάχες, στο Σαραντάπορο και στα Στενά της Πέτρας, απελευθέρωσε την Ελασσόνα, τα Σέρβια και την Κοζάνη. Στη συνέχεια,  ο Στρατός μας, έχοντας επι κεφαλής τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, με απαίτηση του Πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου, άλλαξε την προς το Μοναστήρι πορεία του, στράφηκε προς ανατολάς και ελευθέρωσε διαδοχικά τη Βέροια, τη Νάουσα και την Έδεσσα, στις 16, 17 και 18 Οκτωβρίου αντίστοιχα, έδωσε την διήµερη, αποφασιστική και πολύνεκρη µάχη των Γιαννιτσών, στις 19 και 20 Οκτωβρίου και σε πέντε ηµέρες έµπαινε νικητής και τροπαιούχος στη Θεσσαλονίκη, την ηµέρα του Αγίου Δηµητρίου, προστάτη και πολιούχου της.

Στη Δυτική Μακεδονία είχε µείνει η 5η Μεραρχία, µε εντολές, αφού εξασφαλίσει τον έλεγχο των περιοχών Αµυνταίου-Φλωρίνης, στη συνέχεια να προχωρήσει προς το Μοναστήρι. Δυστυχώς από ατυχείς κινήσεις της και από σηµαντικές απώλειες που υπέστη, αναγκάσθηκε να υποχωρήσει προς την Κοζάνη, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους Τούρκους να ανακτήσουν στρατιωτικά την περιοχή του Αµυνταίου, τη λεκάνη της Βεγορίτιδας και τις επόµενες µέρες να φτάσουν µέχρι τα πρόθυρα της Έδεσσας, κλείνοντας δρόµους, διαβάσεις και επικοινωνίες µεταξύ Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου.

Το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο, αντιλαµβανόµενο τον άµεσο κίνδυνο να απολεσθούν εδάφη που µε αιµατηρούς αγώνες είχαν απελευθερωθεί λίγες µέρες νωρίτερα, έδωσε στις 29 Οκτωβρίου εντολή αναστροφής σε τέσσερεις µεραρχίες του Στρατού µας (1ης, 3ης, 4ης, 6ης  και ενός συντάγματος ιππικού), από τη Θεσσαλονίκη προς την Έδεσσα, υπό τον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο.

Η κίνηση των στρατευµάτων υπήρξε ταχύτατη. Με συνεχή πεζοπορία τριών ηµερών και υπό ραγδαία βροχή, έφτασαν στη Σκύδρα, όπου εγκαταστάθηκε η 1η  Μεραρχία µε το Στρατηγείο. Η 3η Μεραρχία κινήθηκε προς την Έδεσσα, µε κύρια αποστολή εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον τουρκικών αποσπασµάτων στον Άγρα, στα Βρυτά και στο Νησί και, στη συνέχεια, µέσω Παναγίτσας, Ζέρβης και Αγίου Αθανασίου, είχε ως τελικό προορισμό τα στενά της Κέλλης. Η 4η µεραρχία κινήθηκε, µέσω Φλαµουριάς επί των υψωµάτων του Βερµίου, µε κατεύθυνση προς το Κάτω Γραµµατικό, την Περαία και τους Πύργους. Η 6η Μεραρχία, µε εµπροσθοφυλακή το 18ο  Σύνταγµα Πεζικού, τρεις ηµιλαρχίες ιππικού και το 1ο Ευζωνικό Σύνταγµα, ανέλαβε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων που ήταν η απώθηση των τουρκικών δυνάµεων από τα υψώµατα της Άρνισσας, της Δροσιάς και των Ξανθογείων.

Οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάµεις (18η Μεραρχία Μοναστηρίου και μία εφεδρική από την Κοζάνη)  ήταν επίλεκτες µονάδες, αναπτυγµένες σε πέντε ενισχυµένα τάγµατα πεζικού και µια πυροβολαρχία.

Οι πρώτες συγκρούσεις άρχισαν την πρωία της 4ης Νοεμβρίου και κράτησαν μέχρι αργά το βράδυ, χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Η εμπροσθοφυλακή, αφού εξουδετέρωσε μικροαντιστάσεις του εχθρού, κατά τις απογευματινές ώρες κατάφερε να φτάσει στη γραμμή των υψωμάτων νοτιοανατολικά της Άρνισσας, όπου όμως δέχτηκε σφοδρές αντεπιθέσεις και πυρά πυροβολικού και αναγκάστηκε σε μερική υποχώρηση. Με ενισχύσεις της 6ης Μεραρχίας, αντεπιτέθηκε και κατάφερε να απωθήσει τον εχθρό στις αρχικές του θέσεις. Νυχτερινή επίθεση που επιχειρήθηκε από το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, συνάντησε τη λυσσώδη αντίδραση των τουρκικών δυνάμεων και δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Τις πρωινές ώρες της επομένης (5 Νοεμβρίου 1912) η επίθεση γενικεύθηκε και ο τουρκικός στρατός υποχρεώθηκε σε υποχωρητικούς ελιγμούς. Μέχρι το μεσημέρι της ημέρας αυτής ο ελληνικός στρατός είχε επιβληθεί ολοκληρωτικά και το 1ο Ευζωνικό Σύνταγμα, που με τους 8 λόχους του πρωταγωνίστησε στις συμπλοκές, απελευθέρωνε την περιοχή μας και έμπαινε πρώτο θριαμβευτικά στην κωμόπολη της Άρνισσας. Η  3η, η 6η και η 4η Μεραρχία, συνέχισαν την καταδίωξη και το σφυροκόπημα των Τούρκων στα στενά του Γκορνιτσόβου (Κέλλης) τις δύο επόμενες ημέρες (6 και 7 Νοεμβρίου) ελευθέρωσαν διαδοχικά το Αμύνταιο και την Φλώρινα.

Έτσι, από την αυγή της 5ης Νοεμβρίου, ημέρα ελευθερίας ξημέρωσε για τους υπόδουλους χριστιανούς όλων των οικισμών της λεκάνης της Βεγορίτιδας, με μηνύματα ελπιδοφόρα για τη ζωή και την τιμή τους, για την αξιοπρέπεια και την προκοπή τους.

Πολύχρονοι καημοί και αγώνες, αμέτρητες θυσίες και άφθονο αίμα συντοπιτών μας κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, εύρισκαν επιτέλους την αιώνια λύτρωση και τη δικαίωσή τους, ύστερα από 530 χρόνια τυραννικής σκλαβιάς υπό τον τουρκικό ζυγό (από το 1382 έως το 1912).

Η μάχη του Οστρόβου είχε δεκάδες τραυματιών και τρεις νεκρούς στρατιώτες, οι οποίοι τάφηκαν προσωρινά στα σημεία όπου έπεσαν. Το 1936 έγινε μετακομιδή των οστών τους σε άλλο σημείο της περιοχής και το 2012, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τα ιστορικά γεγονότα, με τις επίμονες αναζητήσεις τοπικών ιστορικών ερευνητών και με τη φροντίδα τοπικών παραγόντων, εναποτέθηκαν τα οστά τους σε κοινό τάφο, ενώ ένα σεπτό μνημείο στήθηκε προς τιμήν τους.

Τα ονόµατα των πεσόντων στρατιωτών, όπως μας τα γνωστοποίησε το Γενικό Επιτελείο Στρατού, είναι τα εξής:

1.- Στρατιώτης Αλεξανδρόπουλος Γ. Ιωάννης, από το χωριό Κωνσταντίνοι

της Μεσσηνίας

2.- Στρατιώτης Καρατζάς Κ. Ανδρέας, από την Ερµούπολη Σύρου

3.- Στρατιώτης Ντεντάκης Ν. Βασίλειος, από το Δράµεσι της Εύβοιας.

Από το 2012, στις 5 Νοεμβρίου κάθε έτους, οργανώνεται σεμνή τελετή στο Μνημείο των πεσόντων της Μάχης, με την παρουσία μαθητών, κατοίκων της περιοχής και προσκεκλημένων, όπου καλούνται και από την Κρήτη απόγονοι Κρητών πολεμιστών, οι οποίοι συμμετείχαν ως εθελοντές στην Μάχη.

Παπαλαζάρου Ιωάννης