Η παρουσίαση του νέου βιβλίου του αρχιμανδρίτη π. Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη

Πραγματοποιήθηκε το πρωί της Κυριακής, στην γεμάτη αίθουσα του ξενοδοχείου “Λύγκος”, η παρουσίαση του νέου βιβλίου του αρχιμανδρίτη π. Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη με τίτλο “Ιερού Αυγουστίνου Ομιλίες στην Παλαιά Διαθήκη”.

Το βιβλίο παρουσίασε εκτενώς ο Καθηγητής Ερμηνείας της Παλαιάς Διαθήκης και Βιβλικής Θεολογίας τοῦ ΑΠΘ Αθανάσιος Παπαρνάκης, ενώ στη συνέχεια τον λόγο πήρε ο συγγραφέας π. Ειρηναίος.

Δείτε παρακάτω το video με όλη την εκδήλωση και την ομιλία του π. Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη.

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ π. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΧΑΤΖΗΕΦΡΑΙΜΙΔΗ

ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντός μου, τοῦ μακαριστοῦ ἐπισκόπου Αὐγουστίνου, ἀξιώ­νομαι νὰ ἀσχοληθῶ γιὰ ὄγδοη φορὰ μὲ ἔργο τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου.

Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἐπέλεξα τὶς ὁμιλίες του σὲ κείμενα τῆς Παλαιᾶς Δια­θήκης. Ὁ ἅγιος Αὐ­γουστίνος ἐνδιέτριψε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Σώζονται πολλα­πλᾶ ἔργα του στὴν πρώτη Διαθήκη, μὲ τὰ ὁποῖα ἑρμηνεύει, οἰκοδομεῖ, ἀντι­με­τω­πίζει αἱρετικούς. Ἄλλωστε ὁ ἱερός μας πατέρας εἶναι αὐτὸς ποὺ διετύπωσε μὲ τὴ σοφία του τὴν πρωτότυπη ἄποψη ὅτι: «Novum Testamentum in Vetere latet, Vetus Testamentum in Novo patet», «Ἡ Καινὴ Διαθήκη εἶναι κρυμμένη στὴν Πα­λαιά, ἡ δὲ Παλαιὰ ἀνοίγει στὴν Καινή»˙ ἀπόφθεγμα ποὺ καταδεικνύει τὴ στενὴ σχέση Πα­λαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης.

Τὸ μετὰ χεῖρας βιβλίο περιέχει πενήντα ἕξι ὁμιλίες σὲ περικοπὲς καὶ ἐδάφια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ξεχωριστὴ θέση κατέχουν οἱ ὁμιλίες στοὺς Ψαλμούς. Κα­τέ­χουν τὸ ἥμισυ τῶν ὁμιλιῶν. Τὸ Ψαλτήριο ἦταν τὸ προσφιλὲς ἐντρύφημα τοῦ ἁ­γίου Αὐγουστίνου. Τὸν γοήτευε σὲ ὅλη τὴν ζωή του μέχρι τὸν θάνατό του. Ἀπέ­ναντι ἀπὸ τὴν ἐπιθανάτια κλίνη του ἦσαν γραμμένοι οἱ Ψαλμοὶ τῆς μετανοίας˙ τῆς με­­τα­νοίας ποὺ βίωσε ὁ ἅγιός μας καὶ τὸν προίκισε ἡ Χάρις. Στὸν ἅγιο Αὐγουστίνο ἐ­παληθεύθηκε ἡ ρήση τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερε­πε­ρίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρω 5, 20).

Στὶς ὁμιλίες αὐτὲς διακρίνεται ἡ θεολογικὴ δεινότητα τοῦ ἁγίου πατέρα μας˙ τὸ πῶς διεισδύει στὸ κείμενο, μὲ φόβο καὶ ἐνσυναίσθηση. Προσπαθεῖ νὰ εἰσχωρήσει στὸ βάθος τῶν νοημάτων, στὰ μυστήρια τῆς Γραφῆς, καὶ νὰ λάβει ἀπὸ ἐκεῖ τὰ ψήγματα τοῦ χρυσοῦ. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη διακρίνει πνευματικὲς σημασίες. Γε­γο­νότα τὰ χαρακτηρίζει ὡς σημεῖα τῶν μελλόντων. Τὸ κα­λυμ­μένο μὲ μυστήρια κείμενο προσπαθεῖ νὰ τὸ καταστήσει προσιτὸ στὸν λαό. Ἄλ­λωστε αὐτὸς εἶναι ὁ πρώ­τιστος λόγος τῆς ἀνάλυσης τοῦ κειμένου: Ἡ οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν. Στὶς δὲ ἀσάφειες τοῦ κειμένου βρίσκει τὴ γλυκειὰ ἐξάσκηση ἀνεύρεσης τοῦ ἐνσημαινό­με­νου. Κατὰ τὸν Αὐγουστίνο, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ρύθμισε ἔτσι τὴν ἁγία Γραφή, ὥστε στὰ σαφέστερα χωρία νὰ ἱκανοποιεῖ τὴν «πεῖνα», ἀλλὰ στὰ πιὸ σκοτεινὰ νὰ ἀπο­μακρύνει τὴν πλήξη. Τὸ ὅτι ὑπάρχουν χωρία, τὰ ὁποῖα μὲ τὶς ἀσά­φειές τους δημι­ουργοῦν μία «πυκνότατη ὁμίχλη» στὸν ἀναγνώστη, χωρὶς ἀμφιβο­λία, αὐτὸ εἶναι ἔργο τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ, προκειμένου νὰ δαμάσει τὴν ἀλαζο­νεία μας μὲ τὸν κόπο ποὺ καταβάλλουμε γιὰ νὰ τὰ κατανοήσουμε καὶ νὰ μᾶς ἀ­παλ­λάξει ἀπὸ τὴν ὑπεροψία, μὲ τὴν ὁποία εὐτελίζονται ὅσα χωρία βρίσκουμε εὔκο­λα.

Ἀπὸ τὶς ἀσάφειες δὲν ἀνακαλύπτουμε τίποτε, τὸ ὁποῖο νὰ μὴ τὸ βρίσκουμε ὅτι λέγεται μὲ ἀρκετὴ σαφήνεια κάπου ἀλλοῦ. Προκειμένου νὰ διασαφηνίσουμε τὰ ἀ­σαφῆ χωρία, λαμβάνουμε παραδείγματα ἀπὸ τὰ σαφέστερα καὶ μὲ τὴ μαρτυρία τῶν προδήλων χωρίων ἀφαιρεῖται ἡ ἀμφιβολία. Ἡ Γραφὴ ἑρμηνεύεται διὰ τῆς Γρα­φῆς: «Scriptura Scripturae interpres», ἡ Γραφὴ ἑρμηνεύει τὴ Γραφή˙ ἑρμηνευτικὴ ἀρχὴ ποὺ θυμίζει τὸ τοῦ Ἀριστάρχου: «Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου δεῖ σαφηνίζειν αὐτὸν ἐ­ξηγούμενον ἑαυτόν». Ἡ ἀμφιβολία (“ambiguitas”) καὶ ἡ ἀσάφεια (“obscuritas”) βοη­θοῦν στὴν ἔρευνα τῆς Γραφῆς.

Μερικὲς φορὲς χρησιμοποιεῖ τὴν Vulgata τοῦ Ἱερωνύμου, μολονότι, ὅπως γνω­ρί­ζουμε, ἀρχικὰ εἶχε ἐναντιωθεῖ. Μάλιστα οἱ δύο ἅγιοι ἐπ’ αὐτοῦ ἀντήλλαξαν ἐπι­στολές, στὶς ὁποῖες ὁ καθεὶς ἐκ τῶν δύο ὑποστήριξαν τὴν ἄποψή τους μὲ σθένος, ἀλλὰ καὶ μὲ σφοδρότητα, ἰδιαίτερα ὁ Ἱερώνυμος.

Ἐπίσης μερικὲς φορὲς ἀλληγορεῖ, ὡς μαθητὴς τοῦ Ἀμβροσίου, καὶ τονίζει τὴν ἀρ­χὴ ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ στὰ μὴ αἰσθητά («ab sensibilibus ad insensibilia»).

Δὲν ἱκανοποιεῖται μὲ μία καὶ μόνο λύση. Ἀφήνει τὸν ἀναγνώ­στη νὰ ἐπιλέξει ἀνά­μεσα σὲ δύο προτεινόμενα. Δὲν παραθεωρεῖ δὲ τὸ ἔθος τῆς Γραφῆς (“consue­tudo Scripturarum”).

Ἐξ ἴσου σημαντικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος βλέπει σὲ γεγο­νότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης προτυ­πώσεις, τὶς ἄφθογγες προφητεῖες περὶ τῆς Και­νῆς Διαθήκης. Ἐπισημειώνει τὸν προφητικὸ ἀόριστο, ὅπως στὸν 21ο Ψαλμό, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ προφητεία περὶ τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ. Ταυτίζεται μὲ τοὺς Ἀνατολικοὺς πατέρες στὴν ἄποψη, ὅτι ἡ εὐχὴ περὶ τοῦ κακοῦ τῶν ἀνθρώπων («Ὡς ἐκλείπει καπνὸς ἐκλιπέτωσαν», «Ὅμοιοι αὐτοῖς γένοιντο πάντες οἱ ποιοῦντες αὐτά») δὲν ἀποτε­λεῖ εὐχή, ἀλλὰ πρόρρηση περὶ τῶν ἐπερχομένων.

Μολονότι δὲν γνώρι­ζε καλὰ τὴν ἑλληνικὴ καὶ εἶχε μικρὴ γνώση τῆς καρχη­δο­νικῆς, ἡ ὁ­ποία ἔχει μικρὴ σχέση μὲ τὴν ἑβραϊκή, παρὰ ταῦτα ἀσχολεῖται μὲ θέ­ματα κριτικῆς τοῦ κειμένου. Ἐπισημαίνει τὶς θεοφάνειες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μο­λονότι μερικὲς φορὲς δὲν εἶναι σαφὴς ἡ τοπο­θέτησή του.

Ἕνα τελευταῖο, ποὺ πρέπει νὰ τονίσουμε, εἶναι ἡ ἔκταση τῶν ὁμιλιῶν. Κατὰ τὸ πλεῖστον πρόκειται γιὰ ἐκτενεῖς ὁμιλίες, ποὺ δείχνουν τὴν ἀγωνία τοῦ ἁγίου μας, ἀλλὰ καὶ τὴ δίψα τοῦ λαοῦ, ποὺ δὲν χόρταινε νὰ ἀκούει τὸν Αὐγουστίνο˙ τὸν ἅγιο ποὺ δὲν μιλοῦσε μόνο στὸν λαὸ τῆς ἐπισκοπῆς του, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες πόλεις, ἰ­διαί­τερα στὴν Καρχηδόνα, τὴν ἕδρα τοῦ φίλου του ἐπισκόπου Αὐρηλίου. Κατέ­χεται ἀπὸ τὴν ἀγωνία τοῦ κηρύγματος καὶ αἰσθάνεται ὅτι αὐτὸς κρίνεται, οἱ δὲ ἀ­κροατὲς κρίνουν. Ζητεῖ νὰ τὸν βοηθήσουν μὲ τὴν προσευχή τους.

Ἀξιοσημείωτο δὲ τυγχάνει τὸ γεγονός, ὅτι κατὰ τὴ σύναξη, ὅπου ὁμιλοῦσε, ὁ ἀναγνώστης ἀνα­γίνωσκε κείμενα καὶ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Παρέχει μαρτυρίες γιὰ τὴν ἐποχή του: Γιὰ τὰ πάθη, τὰ ἤθη, τὰ αἱματηρὰ θεά­ματα, τὴν εἰσέτι ὕπαρξη εἰδωλολατρῶν, τὸ τυπικὸ ἀπελευθέρωσης τῶν δού­λων, τὸ δίκαιο τῶν κληρονομιῶν, τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἰδιαίτερα τοὺς δονατιστές, τοὺς tra­ditores, ἀλλὰ καὶ ἀπόψεις ἐκείνης τῆς ἐποχῆς γιὰ τοὺς καύσωνες, τὴν «κυκλικὴ πορεία» τοῦ ἡλίου.

Στὸ ἀκροτελεύτιο ἔθεσα τὴ μνήμη τοῦ ὁσιομάρτυ­ρα Εὐστρατίου, ὁ ὁποῖος ἐγκα­ταβίωσε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Μὲ πόνο μαθαίνουμε ὅσα τρα­γικὰ καὶ ἀπαράδεκτα συμβαίνουν σὲ αὐτὴν τὴ μεγαλειώ­δη Λαύρα, στὸ παλ­λάδιο τοῦ Χριστιανισμοῦ τῶν Σλάβων.

 

Ἀσχολούμενος, βεβαίως, μὲ τὴ μετάφραση τῶν ὁμιλιῶν καὶ διαισθανόμενος τὴν ἀγωνία καὶ αὐτογνωσία τοῦ ἱεροῦ πατέρα, ποὺ ἀντλοῦσε ἀπὸ τό «κελλάρι τοῦ Κυ­ρίου», δὲν μποροῦσα παρὰ νὰ ἐνθυμοῦμαι τὸν μακαριστὸ ἐπίσκοπο π. Αὐγουστίνο, ποὺ ὅσοι νοιώσαμε τὸ πύρωμα τῆς καρδίας του θαυμάζαμε τὴν ἀγωνία του γιὰ τὸ κή­­ρυγμα˙ πόσο συναισθάνονταν ὅτι ἱερουργεῖ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας.