Οι μαυραγορίτες της Κατοχής στην Φλώρινα – Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

Το ΕΑΜ είχε ταυτίσει τους μαυραγορίτες με τους ταγματασφαλίτες. Διατυμπάνιζε παντού ότι οι μαυραγορίτες πλούτιζαν εις βάρος του λαού. Τους θεωρούσαν εχθρούς του λαού και ότι κάποτε θα έρθει η ώρα της τιμωρίας τους.

Αυτό ίσχυε για άλλες περιοχές, όπου οι μαυραγορίτες έπαιρναν τρόφιμα από τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και τους Βουλγάρους και τα πουλούσαν σε υψηλές τιμές. Οι κατακτητές τους έδιναν τρόφιμα επειδή αυτοί οι μαυραγορίτες συνεργάζονταν με τις αρχές Κατοχής. Με άλλα λόγια ήταν δοσίλογοι.

Στην Φλώρινα όμως δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Τα προϊόντα της μαύρης αγοράς έρχονταν από τις γειτονικές χώρες. Κυρίως από το Μοναστήρι, που ήταν υπό βουλγάρικη κατοχή, και λιγότερο από την Κορυτσά, που ήταν υπό ιταλική κατοχή.

Πολλοί νέοι της Φλώρινας, που δεν είχαν εργασία, έπαιρναν ένα σακί στην πλάτη και λίγα χρήματα και από τα χωράφια του κάμπου έφταναν στο Μοναστήρι. Εκεί υπήρχε επάρκεια τροφίμων, επειδή οι Βούλγαροι  θέλανε τον πληθυσμό με το μέρος τους. Τα σακιά των μαυραγοριτών δεν γέμιζαν, επειδή δεν είχαν πολλά χρήματα, αλλά ούτε δυνάμεις να φέρουν ένα βαρύ σακί στην πλάτη από το Μοναστήρι στην Φλώρινα. Αγόραζαν κυρίως λίγα κιλά ζάχαρη και καφέ και ξεκινούσαν παρέες, παρέες για ασφάλεια. Ο δρόμος της επιστροφής  έκρυβε κινδύνους. Αν κάποιος πήγαινε μόνος κινδύνευε να του αρπάξουν το σακί. Γι αυτόν τον λόγο πήγαιναν αρκετοί μαζί.

Δεν πήγαιναν  από τον δρόμο επειδή φοβόνταν του βουλγάρικο στρατό. Αν τους έπιαναν οι βούλγαροι στρατιώτες που περιπολούσαν τους  οδηγούσαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης μαυραγοριτών στο χωριό Μπίστριτσα, έξω από το Μοναστήρι. Εκεί ήταν κρατούμενοι για ένα 24ωρο και μετά τους άφηναν να φύγουν, άλλες φορές με τα σακιά γεμάτα και άλλες φορές χωρίς σακιά.

Μετά από όλες τις ταλαιπωρίες έφταναν  στην Φλώρινα. Κρατούσαν μερικές ποσότητες για τις ανάγκες του σπιτιού και τα υπόλοιπα τα πουλούσαν ή τα αντάλλαζαν με τους γείτονες. Έδιναν λίγη ζάχαρη και έπαιρνα μερικά κιλά πατάτες. Είδος με είδος. Πουλούσαν και στους μπακάληδες και πολλές φορές μάλιστα οι ίδιοι οι μπακάληδες τους έκαμναν παραγγελίες. Κανόνιζαν τις τιμές και οι μαυραγορίτες έφευγαν για το Μοναστήρι.

Μαύρη αγορά γινόταν και από τους Πισοδερίτες και άλλους από τα γύρω χωριά. Αυτοί πήγαιναν στην Κορυτσά και αγόραζαν τρόφιμα, ιταλικά υφάσματα και άλλα. Ο κίνδυνος όμως ήταν μεγάλος. Κάποιος  έστηνε ενέδρες στα Κορέστια  και τους άρπαζε τα αγαθά και τα χρήματα. Ο ληστής ήταν κάποιος Τράικος από το χωριό Ανταρτικό. Σωματώδης και χειροδύναμος περίμενε κρυμμένος  να περάσει κανένας μαυραγορίτης. Πήγαινε από πίσω του και του φορούσε μια κουκούλα. Τον έδενε. Τον λήστευε και το εγκατέλειπε δεμένο στον δρόμο. Φόβος και τρόμος για τους Πισοδερίτες μαυραγορίτες, ο άγνωστος που έστηνε ενέδρες.  Από τον φόβο ελαττώθηκε η μαύρη αγορά. Οι Πισοδερίτες έφερναν  τα τρόφιμα και τα υφάσματα στην Φλώρινα όπου τα πουλούσαν στα σπίτια και στα μαγαζιά με μεγάλη προσοχή. Υπήρχε το ενδεχόμενο να κατασχεθούν τα προϊόντα και οι μαυραγορίτες να περάσουν μερικές  ημέρες στα κρατητήρια.  Τα ιταλικά αυτά υφάσματα έφταναν μέχρι την αγορά της Θεσσαλονίκης. Μερικοί μάλιστα Πισοδερίτες φόρτωσαν ένα φορτηγό με πατάτες και φασόλια και ξεκίνησαν για την Αθήνα, όπου ο πληθυσμός πεινούσε. Όμως στο πρώτο μπλόκο συνελήφθησαν από τους Γερμανούς και το εμπόρευμα κατασχέθηκε.

Ελαιόλαδο  δεν έβρισκαν στο Μοναστήρι και στην Κορυτσά. Αυτό το έφερναν κάποιες γυναίκες από την Ήπειρο. Φορτωμένα τα μουλάρια με δερμάτινους ασκούς γεμάτους λάδι ξεκινούσαν. Σκληρές γυναίκες που άντεχαν να περπατήσουν όλη αυτήν την απόσταση και να αψηφήσουν τους κινδύνους, για να φτάσουν στην Φλώρινα και να πουλήσουν το ελαιόλαδο και να πάρουν σιτάρι και φασόλια. Φόρτωναν τα μουλάρια τους με τα σακιά  και έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής. Αυτές ήταν οι σκληραγωγημένες γυναίκες της Ηπείρου. Γυναίκες μαυραγορίτισσες.

Κάποιοι άλλοι έρχονταν από την Λέσβο φορτωμένοι ελαιόλαδο. Με το καΐκι έφταναν στην Θεσσαλονίκη και με το τρένο και το λάδι σε τενεκέδες στην Φλώρινα. Έδιναν το λάδι έπαιρναν σιτηρά και φασόλια και επέστεφαν στην Θεσσαλονίκη. Με το καΐκι φορτωμένο έφταναν στο νησί τους.

Αυτοί ήταν οι μαυραγορίτες της Φλώρινας, που δεν πλούτισαν, απλώς επιβίωσαν. Όμως για το ΕΑΜ όλοι οι μαυραγορίτες ήταν ίδιοι. Και όταν έφυγαν οι Γερμανοί οι ΕΑΜίτες με το σύνθημα «όταν εσείς πλουτίζατε εμείς πολεμούσαμε» ανάγκασαν τους καταστηματάρχες να πληρώσουν από 5 χρυσές λίρες ο καθένας. Όποιος δεν είχε να πληρώσει τον άρπαζαν οι ΕΛΑΣίτες και τον έκλειναν στο υπόγειο του Δικαστικού Μεγάρου. Και έβγαινε από εκεί ο καταστηματάρχης μόνο όταν οι φιλότιμοι φίλοι του συγκέντρωναν το ποσό και τον ελευθέρωναν.

Οι ΕΛΑΣίτες εφάρμοσαν και ένα άλλο είδος φορολογίας. Πήγαιναν στις ταβέρνες και έτρωγαν και έπιναν. Όταν ερχόταν ο λογαριασμός σε ένα μπλοκάκι έγραφαν το όνομα του καταστηματάρχη, το πόσο και την σφραγίδα του ΕΑΜ και έστελναν τον σερβιτόρο να εισπράξει. Έκπληκτος ο καταστηματάρχης προσπαθούσε να βρει χρήματα αν δεν είχε. Όποιος δεν πλήρωνε τον απειλούσαν λέγοντας: «Θα έρθει το κάρο από τα Καυκάσικα και θα σου  αδειάσει  όλο το μαγαζί».  Αυτά γίνονταν μέχρι που ήρθαν οι Εγγλέζοι στην Φλώρινα και σταμάτησαν οι ΕΑΜίτες να πιέζουν τους καταστηματάρχες.

Ευτυχώς που υπήρχαν μαυραγορίτες κατά την διάρκεια της Κατοχής. Αυτοί γέμιζαν τα σπίτια και την αγορά με τρόφιμα και άλλα είδη, που ήταν σε έλλειψη. Και είναι βέβαιο ότι κανείς δεν πλούτισε από την μαύρη αγορά. Απλώς επιβίωσε.

 

Δημήτρης Μεκάσης