Τότε που φράζαμε το ποτάμι – Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

Τέλος της άνοιξης και αρχή καλοκαιριού, και τα ρυάκια στα βουνά βούιζαν από την ορμή του νερού. Τα χιόνια στις κορυφές της Βίγλας έλιωναν σιγά, σιγά, σαν να μη βιάζονταν, σαν να ήθελαν να μουσκέψουν την γη όσο γίνεται περισσότερο. Νερά άφθονα, που κυλούσαν από τα ρυάκια στο ποτάμι, που με την δύναμή τους έρεε και αυτό με ορμή και διέσχιζε όλη την πόλη. Μια πόλη που χτίστηκε στις όχθες του, στενόμακρη, όπου κάθε γειτονιά είχε ένα κομμάτι του ποταμού. Έτσι τεμαχισμένος ήταν ο Σακουλέβας. Περνούσε πρώτα από τα Καβάκια, την πλατεία Ηρώων, τα Δικαστήρια, την Δημαρχία, το Βαρόσι, το Γιάζι, την γειτονιά του Αγίου Γεωργίου και έφευγε για τον κάμπο.

Τα παιδιά κάθε γειτονιάς, στις αρχές του καλοκαιριού αναζητούσαν δροσιά στα κρύα νερά του ποταμού, και έπαιζαν σε αυτό, πριν στερέψει με τις ζέστες του καλοκαιριού. Η φράση «θα μπούμε στο ποτάμι», ακουγόταν τις ημέρες που έκλειναν τα σχολεία και άρχιζαν οι θερινές διακοπές, που κρατούσαν περισσότερο από όλες τις άλλες. Τότε δειλά, δειλά έμπαιναν οι πιο θαρραλέοι και όταν επιβεβαίωναν τους άλλους ότι ο νερό δεν ήταν και πολύ κρύο, ορμούσαν και οι υπόλοιποι για να πιάσουν με τα χέρια κανένα ψαράκι, που κρυβόταν κάτω από τις πέτρες. Αυτά όμως ξεγλιστρούσαν και έφευγαν. Λίγοι ήταν αυτοί που τα κατάφερναν. Οι άλλοι έβγαζαν τα μαντίλια τους και με αυτά συνέχιζαν το ψάρεμα των πολύ μικρών ψαριών. Κάποιοι έψαχναν στις «μούτλες», έτσι λέγανε τις τρύπες στους σαθρούς τοίχους του ποταμού που τις κάλυπτε το νερό. Εκεί έμπαιναν τα ψαράκια και οι πιο τολμηροί έβαζαν το χέρι τους μέχρι τον ώμο, ψάχνοντας στα τυφλά να πιάσουν κάτι που κρυβόταν μέσα στην τρύπα. Πιάνανε κάποτε κανένα ψάρι που παγιδευόταν. Τις περισσότερες φορές όμως έβγαζαν κανέναν βάτραχο, και οργισμένοι, με δύναμη τον πετούσαν στο δρόμο. Έτσι περνούσαν οι πρώτες ημέρες στο ποτάμι, ψαρεύοντας, περπατώντας μέσα στο νερό όλο το κομμάτι του ποταμού που ανήκε στη γειτονιά.

Και όταν ο καιρός γινόταν πιο ζεστός και η στάθμη του νερού έπεφτε πιο χαμηλά, τα παιδιά έφραζαν το ποτάμι. Έβρισκαν το μέρος όπου τα νερά ήταν πιο βαθιά και εκεί άρχιζαν το χτίσιμο του φράγματος με πέτρες του ποταμού. Το νερό περνούσε μέσα από το φράγμα, αλλά παρόλα αυτά αρκετό νερό λίμναζε και εκεί μαζευόταν τα ψάρια. Και επειδή στο βαθύ νερό, που έφτανε μέχρι το γόνατό τους, ήταν αδύνατο να ψαρέψουν με τα χέρια, είχαν επινοήσει ένα άλλο είδος ψαρέματος. Το ψάρεμα με ασβέστη. Όλα τα παιδιά της γειτονιάς συγκέντρωναν λίγα χρήματα και αγόραζαν λίθους άσβεστης ασβέστης. Έβρισκαν κανένα παλιό τσουβάλι και πήγαιναν όλοι μαζί σε μια μικρή αποθήκη, πάνω από το γήπεδο, και από εκεί αγόραζαν την ασβέστη. Με κόπο κουβαλούσαν, μια ο ένας και μια ο άλλος, το μισογεμισμένο σακί και ιδρωμένοι έφταναν στην γειτονιά. Τώρα όλα ήταν έτοιμα για την μεγάλη ψαριά. Άδειαζαν την ασβέστη περίπου πενήντα μέτρα πιο πάνω από το φράγμα και η ροή του ποταμού έφερνε την λιωμένη ασβέστη στο φράγμα. Άσπριζε το νερό και τα ψάρια ζαλισμένα έβγαιναν στην επιφάνεια. Τα παιδιά με μεγάλη ευκολία τα έπιαναν και τα πετούσαν στην στεριά. Δεν έμενε ούτε ψαράκι για δείγμα, εκεί που έπεφτε η ασβέστη. Μετά από λίγο όμως τα νερά γινόταν πάλι καθαρά.

Τα ψαράκια ήταν «μπρένκες» και «χλένια». Αυτά τα δυο είδη ψαριών υπήρχαν τότε στο ποτάμι, και είχαν το μέγεθος του γαύρου ή της σαρδέλας. Οι μπρένκες και τα χλένια ήταν νόστιμα ποταμίσια ψαράκια, και παλαιότερα, όταν ο Εφές, ο ψαράς, ψάρευε στο ποτάμι, τα ψαράκια αυτά τα εύρισκε κανείς και στα λαϊκά ταβερνάκια της Φλώρινας. Τα ψαράκια αυτά ήταν άριστος μεζές για τους μπεκρήδες, που τα αναζητούσαν, επειδή ήταν ολόφρεσκα, νόστιμα και φθηνά.

Αλλά και τα παιδιά, επειδή ήταν νόστιμα τα ψάρευαν. Και όταν τελείωνε το ψάρεμα, άφηναν το ποτάμι και με τα ψάρια σε αρμαθιές έβρισκαν το κατάλληλο μέρος, όπου άναβαν φωτιά με λίγα ξυλάκια. Μετά με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να ψήσουν τα ψαράκια. Αν και κανείς δεν γνώριζε να ψήνει, με το πείσμα και η επιμονή τους έβρισκαν τρόπους να τα μισοψήσουν ή να τα κάψουν. Και όμως, όταν ερχόταν η ώρα να τα φάνε, τα ευχαριστιόταν περισσότερο και από το φαγητό της μαμάς.

Έτσι περνούσαν τα παιδιά την ώρα τους στο ποτάμι. Και καθώς οι ημέρες γινόταν όλο και πιο ζεστές, και πριν στερέψει το νερό, έκαμναν και κανένα μπανάκι στο φράγμα. Τα ζεστά μεσημέρια, τότε που όλη η πόλη κοιμόταν, τα παιδιά ξεγλιστρούσαν από τα σπίτια τους και μαζευόταν στο φράγμα. Και αφού δεν υπήρχε ψυχή στο δρόμο, έβγαζαν τα ρούχα τους και με τα βρακιά βουτούσαν στο νερό. Κανείς δεν γνώριζε να κολυμπά. Έλεγαν όμως ότι κολυμπάν «ποταμίσιο», δηλαδή κουνούσαν τα χέρια τους κανονικά, αλλά τα πόδια τους πατούσαν κάτω και περπατούσαν, δίνοντας την εντύπωση ότι πλέουν. Το κρύο νερό τους ανάγκαζε να βγουν γρήγορα και τρέμοντας καθόταν στον ήλιο για να στεγνώσουν. Το βρακί όμως δεν στέγνωνε, και όταν φορούσαν το κοντό παντελονάκι, βρεχόταν και αυτό. Επιστρέφοντας στο σπίτι οι μάνες αμέσως καταλάβαιναν, από τα μισοβρεγμένα ρούχα τι είχε συμβεί, και αναστάτωναν το σπίτι με τις φωνές τους. Λίγο ξύλο, καμιά τιμωρία και μετά όλα ξεχνιόταν. Κάποιες μάνες πήγαιναν στο φράγμα και άδειαζαν τον σκουπιδοτενεκέ, ώστε τα νερά να είναι βρόμικα για να μη ξαναμπούν τα παιδιά, και άλλες έστελναν τα μεγαλύτερα παιδιά τους και γκρέμιζαν το φράγμα. Τα παιδιά όμως είχαν κάνει το κέφι τους πριν ακόμη στερέψει το νερό του ποταμού.

Τα χρόνια πέρασαν και οι συνήθειες άλλαξαν. Τα παιδιά δεν παίζουν τώρα στο ποτάμι, αφού υπάρχουν πισίνες, όπου μπορούν να απολαύσουν το μπάνιο τους. Αλλά και τα θαλασσινά μπάνια είναι στο πρόγραμμα κάθε οικογένειας. Έτσι το ποτάμι έμεινε έρημο από παιδιά, αφού αυτά βρήκαν διέξοδο αλλού. Φράγματα όμως υπάρχουν, που φτιάχτηκαν από κάποιους που έριξαν πάπιες και χήνες στο ποτάμι. Αυτές δίνουν ζωή στο ποτάμι τα τελευταία χρόνια, καθώς πολλά μικρά παιδιά με τους γονείς τους, σταματούν εκεί για να ρίξουν τροφή στις πάπιες.

Και το ποτάμι ρέει, όπως ρέει ο χρόνος, που όλα τα αλλάζει στο πέρασμά του.

Δημήτρης Μεκάσης